ἀριφραδής: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à reconnaître;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clairvoyant, sensé.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, φράζομαι. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à reconnaître;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clairvoyant, sensé.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, φράζομαι. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ές (φράζομαι): [[very]] [[plain]], [[easy]] to [[note]] or recognize; [[σῆμα]], ὀστέα, Il. 23.240; adv., ἀριφραδέως. v. l. in Od. 23.225. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
[ᾰρ], ές, (φράζομαι)
A clear, manifest, σῆμα Il.23.326; ὀστέα . . ἀριφραδέα τέτυκται ib.240: so poet.Adv.-δέως plainly, ἀ. ἀγορεύει Theoc.25.176. 2 clear to the sight, bright, Id.24.39. II very thoughtful, wise, S.Ant.347 (as cited by Eust.135.25).
German (Pape)
[Seite 353] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, σῆμα Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ ἤδη σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, v. l. ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) ἀνήρ. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) λίαν σαφής, κατάδηλος, εὔγνωστος, εὐδιάκριτος, ὡς τὸ ἀρίγνωστος, ἀρίζηλος, σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ’ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, λαμπρός, φωτεινός, Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. λίαν συνετός, σοφός, Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à reconnaître;
2 fig. clairvoyant, sensé.
Étymologie: ἀρι-, φράζομαι.
English (Autenrieth)
ές (φράζομαι): very plain, easy to note or recognize; σῆμα, ὀστέα, Il. 23.240; adv., ἀριφραδέως. v. l. in Od. 23.225.