καραδοκέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tendre la tête pour observer <i>ou</i> pour écouter : [[τι]] écouter qch le cou tendu, observer <i>ou</i> épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; <i>avec un relat.</i> : κ. τὴν μάχην [[τῇ]] πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[δέχομαι]].
|btext=-ῶ :<br />tendre la tête pour observer <i>ou</i> pour écouter : [[τι]] écouter qch le cou tendu, observer <i>ou</i> épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; <i>avec un relat.</i> : κ. τὴν μάχην [[τῇ]] πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[δέχομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰρᾱδοκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παρατηρώ]] έχοντας τεντωμένο το [[κεφάλι]], δηλ. [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]] ή [[αγωνία]], σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.· επίσης, <i>κ. εἴς τινα</i>, [[αποβλέπω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱδοκέω Medium diacritics: καραδοκέω Low diacritics: καραδοκέω Capitals: ΚΑΡΑΔΟΚΕΩ
Transliteration A: karadokéō Transliteration B: karadokeō Transliteration C: karadokeo Beta Code: karadoke/w

English (LSJ)

   A wait for the outcome of, κ. τὴν μάχην, τὸν πόιεμον τῇ πεσέεται, wait to see how the battle will end, Hdt.7.163,168; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται Id.8.67; τἀκεῖθεν οἷ προβήσεται E.Med.1117; ἀδήλους ἐλπίδας Trag.Adesp.16; τἀνθένδε E.Heracl.279; ἀγῶνας Id.Hel.739; κ. ὅταν στράτευμα . . ἐξιῇ κάλως Id.Tr.93: simply, wait for, αὔραν ἱστίοις κ. ib.456(troch.); παρουσίαν τινός Id.IA1432; τἀπιόντα τραύματα Id.IT313, etc.; τὰ προσταχθησόμενα X.Mem.3.5.6: freq. in later Prose, κ. τὸν καιρόν Plb.1.33.11, al.; τὸ μέλλον Cic.Att.9.10.8; τινα Zos.3.15, PMasp.2.2 (vi A.D.); also κ. εἴς τινα look expectantly at one, Ar.Eq.663.

German (Pape)

[Seite 1325] eigtl. mit aufgerichtetem, hingerecktem Kopfe nach Etwas hinsehen, lauern, aufpassen, aufmerken, erwarten; καραδόκει ὅταν στράτευμ' Ἀργείων ἐξίῃ Eur. Tr. 93; αὔραν ἱστίοις 456; σάλπιγγος αὐδὴν προσδοκῶν καραδοκεῖ Rhes. 114; τἀπιόντα τραύματα I. T. 313; πέμπει Κάδμον καραδοκήσοντα τὴν μάχην ᾗ πεσέεται Her. 7, 163; καραδοκοῦντες τὰ προσταχθησόμενα Xen. Mem. 3, 5, 6; Sp., τὸν καιρόν, τὸ μέλλον, Pol. 1, 33, 11. 2, 52, 6; – Ar. vrbdt ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ' ἡ βουλὴ πάλιν, Equ. 661, sah auf mich.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρᾱδοκέω: κυρίως, ἀναμένω μετὰ προσοχῆς, παρατηρῶ ἔχων τεταμένην κεφαλήν, περιμένω μετ’ ἀνησυχίας, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως καρ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται Ἡρόδ. 7. 163, 168· τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται ὁ αὐτ. 8. 67· οὕτω, κ. ὅταν στράτευμα.. ἐξίῃ Εὐρ. Τρῳ. 93· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., αὔοαν ἱστίοις κ. αὐτόθι 456. κ. τἀνθένδε Ἡρακλ. 279· κ. ἀγῶνας Ἑλ. 739· παρουσίαν τινὸς Ι. Α. 1433· τἀπιόντα τραύματα Ι. Τ. 313, κτλ.· τὰ προσταχθησόμενα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 6· συχνάκις παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κ. τὸν καιρὸν Πολύβ. 1. 33, 11· - ὡσαύτως, κ. εἴς τινα: ἐκαραδόκησεν εἰς ἐμὲ ἡ βουλὴ πάλιν, ἀπέβλεψεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 663.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tendre la tête pour observer ou pour écouter : τι écouter qch le cou tendu, observer ou épier attentivement qch, attendre qch avec impatience ; avec un relat. : κ. τὴν μάχην τῇ πεσέεται HDT attendre anxieusement comment se décidera le combat ; τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται HDT comment se décidera la guerre.
Étymologie: κάρα, δέχομαι.

Greek Monotonic

κᾰρᾱδοκέω: μέλ. -ήσω, παρατηρώ έχοντας τεντωμένο το κεφάλι, δηλ. παρατηρώ με προσοχή ή αγωνία, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.· επίσης, κ. εἴς τινα, αποβλέπω σε κάποιον, σε Αριστοφ.