ἐπαίτιος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> blâmable : τινος pour qch;<br /><b>2</b> accusé de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰτία]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> blâmable : τινος pour qch;<br /><b>2</b> accusé de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἰτία]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=to [[blame]]; οὔ τί μοι [[ὔμμες]] ἐπαίτιοι, ‘I [[have]] no [[fault]] to [[find]] [[with]] [[you]],’ Il. 1.335†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 15 August 2017
English (LSJ)
ον, (αἰτία)
A blamed for a thing, blameable, blameworthy: 1 of persons, οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Il.1.335; τινός for a thing, A.Eu. 465, E.Hipp.1383 (lyr.); accused of a thing, Th.6.61; ἐ. τινὰ ποιεῖν πρός τινας Plu.Comp.Dion.Brut.2. 2 of things, ἀναχωρησις Th. 5.65; ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Lys.7.39. II ἐπαίτια, τά, legal punishments, = προστιμήματα, Solon ap.Poll.8.22, Lexap.D.24.105.
German (Pape)
[Seite 896] schuldig, Schuld woran seiend; οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, nicht ihr seid mir schuldig, nicht euch trifft der Vorwurf, Il. 1, 335; τινός, Aesch. Eum. 443; κακῶν Eur. Hipp. 1383; dem Tadel unterworfen, ἐπαιτιώτατος κίνδυνος Lys. 7, 39; vgl. Thuc. 5, 65 u. Sp.; ἐπαίτιόν τινα πρὸς τοὺς πολίτας ποιεῖν Plut. Comp. Dion. et Brut. 2. – Τὰ ἐπαίτια sind bei Dem. 24, 105 im Gesetz die von Gerichtswegen festgesetzten Strafen; vgl. Poll. 8, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίτιος: -ον, (αἰτία), ὃν πρέπει νὰ αἰτιᾶταί τις, ἀξιοκατάκριτος. 1) ἐπὶ προσώπων, οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Ἰλ. Α. 335· μετὰ γεν., καὶ τῶνδε κοινῇ Λοξίας ἐπαίτιος Αἰσχύλ. Εὐμ. 465, Εὐρ. Ἱππ. 1382· κατηγορούμενος περί τινος, ὧν ἐπαίτιος ἦν Θουκ. 6. 61: - ἐπ. πρός τινι Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως, δι’ ἣν δηλ. ἐν μεγάλῃ αἰτίᾳ εἶχον τὸν Ἆγιν, Θουκ. 5. 65· ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Λυσ. 111. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 blâmable : τινος pour qch;
2 accusé de qch.
Étymologie: ἐπί, αἰτία.
English (Autenrieth)
to blame; οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, ‘I have no fault to find with you,’ Il. 1.335†.