ἐπεισπλέω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐπεσπλέω]];<br /><i>f.</i> ἐπεισπλευσοῦμαι;<br /><b>1</b> survenir avec une flotte <i>ou</i> un navire;<br /><b>2</b> faire voile contre, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπλέω]].
|btext=<i>anc. att.</i> [[ἐπεσπλέω]];<br /><i>f.</i> ἐπεισπλευσοῦμαι;<br /><b>1</b> survenir avec une flotte <i>ou</i> un navire;<br /><b>2</b> faire voile contre, attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισπλέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] στο [[λιμάνι]] ενός τόπου [[μετά]] από άλλον («[[ἐπειδή]] δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισπλέω]] [[κάπου]] [[εναντίον]] άλλου.
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπλέω Medium diacritics: ἐπεισπλέω Low diacritics: επεισπλέω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: epeispléō Transliteration B: epeispleō Transliteration C: epeispleo Beta Code: e)peisple/w

English (LSJ)

   A sail in after, Th.6.2, X.HG 1.1.5; θύννων . . ἐπεισέπλει ὑπογάστρι' Eub.37.    II sail against, attack, Th.4.13.

German (Pape)

[Seite 912] (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπλέω: καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, εἰσπλέω μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ ταῦτα θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. εἰσπλέω που ἐναντίον τινὸς ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐπεσπλέω;
f. ἐπεισπλευσοῦμαι;
1 survenir avec une flotte ou un navire;
2 faire voile contre, attaquer.
Étymologie: ἐπί, εἰσπλέω.

Greek Monolingual

ἐπεισπλέω (Α)
1. μπαίνω στο λιμάνι ενός τόπου μετά από άλλον («ἐπειδή δὲ οἱ Ἕλληνες κατὰ θάλασσαν ἐπεσέπλεον», Θουκ.)
2. εισπλέω κάπου εναντίον άλλου.