ἐξυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=éclater d’orgueil, d’insolence : [[ἐξ]]. [[εἰς]] [[τόδε]] THC en venir à cet excès d’arrogance ; [[ἐξ]]. [[εἴς]] τινα LUC être arrogant envers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑβρίζω]].
|btext=éclater d’orgueil, d’insolence : [[ἐξ]]. [[εἰς]] [[τόδε]] THC en venir à cet excès d’arrogance ; [[ἐξ]]. [[εἴς]] τινα LUC être arrogant envers qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὑβρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=και ξεβρίζω (AM [[ἐξυβρίζω]])<br />[[χρησιμοποιώ]] προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[αυθάδης]], αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί [[Μινύαι]] εξύβρισαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά<br /><b>3.</b> (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, [[ξεσπώ]] («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῑ...»).
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξυβρίζω Medium diacritics: ἐξυβρίζω Low diacritics: εξυβρίζω Capitals: ΕΞΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: exybrízō Transliteration B: exybrizō Transliteration C: eksyvrizo Beta Code: e)cubri/zw

English (LSJ)

   A break out into insolence, wax wanton, Pherecyd.Syr.5, Hdt.4.146,7.5; εὐπραγίαις Th.1.84; ὑπὸ πλούτου X.Cyr.8.6.1; ἐ. ἐς τόδε come to this pitch of insolence, Th.3.39: with neut. Adj. or Pron., παντοῖα ἐ. commit all kinds of violence or extravagance, Hdt.3.126; τάδ' ἐ. S.El.293; ἐ. πλείω περὶ τοὺς θεούς Lys.2.9; τι εἴς τινα Luc. Fug.18; εἴς τινα Plu.Phoc.2, Eus.Mynd.54, Ant.Lib.21.3.    2 c. acc. pers., treat with insolence or violence, Id.12.2; also ἐ. τοὺς ἔρωτας Conon 24.2:—Pass., ἡ πόλις ὑφ' ὑμῶν -ίζετο Hyp.Phil.9; τὰ -ισμένα despised things, Longin.43.5.    II of the body, break out from high feeding, Pl.Lg.691c; of plants, to be over-luxuriant, Arist. GA725b35, Thphr.CP2.16.8; ὥσπερ ἐξυβρίσαντα τὸν δῆμον ἀναφῦσαι πλῆθος συκοφαντῶν Plu.Arist.26.

German (Pape)

[Seite 889] in Uebermuth, Frechheit ausbrechen, übermüthig u. ausgelassen werden, Her. 4, 146; von einem aufrührerischen Lande, 7, 5; εὐπραγίαις Thuc. 1, 84; εἴ τις τῶν σατραπῶν ὑπὸ πλούτου καὶ πλήθους ἀνθρώπων ἐξυβρίσειεν Xen. Cyr. 8, 6, 1; οὐκ ἂν ἐς τόδε ἐξύβρισαν, sie würden nichr so übermüthig geworden sein, Thuc. 3, 39; Plat. Legg. III, 691 c, τάδ' ἐξυβρίζει, diese Schmähungen stößt sie aus, Soph. El. 285; πλείω περὶ τοὺς θεούς, sich an den Göttern vergehen, Lys. 2, 9; εἴς τινα, seinen Muthwillen an Einem auslassen, ihn schmähen u. mißhandeln, Luc. fugit. 18 u. a. Sp.; auch τινά, Anton. Lib. 12. Pass. τὰ ἐξυβρισμένα, das Verachtete, Longin. 43, 5. – Von Pflanzen, üppig, geil wachsen, Theophr., Plut., wie σώματα ἐξυβρίζοντα Plat. Legg. III, 691 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυβρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, θρασύνομαι, γίνομαι θρασύς, αὐθάδης, αὐθαδιάζω, χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διεξελθόντος, αὐτίκα οἱ Μινύαι ἐξύβρισαν Ἡρόδ. 4. 146., 7. 5˙ εὐπραγίαις Θουκ. 1. 84˙ ὑπὸ πλούτου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1˙ ἐξ. ἐς τόδε, ἐξικνεῖσθαι εἰς τοιοῦτον βαθμὸν αὐθαδείας, Θουκ. 3. 39˙ μετ’ οὐδ’ ἐπιθ., παντοῖα ἐξυβρίζειν, ἐκτρέπεσθαι εἰς παντοίας βιαιοπραγίας, Ἡρόδ. 3. 126˙ τάδ’ ἐξ. Σοφ. Ἠλ. 293˙ ἐξ. πλείω περὶ τοὺς θεοὺς Λυς. 191. 19˙ μηδὲν ἐς ἡμᾶς ἄλλο ἐξύβριζον Λουκ. Δραπέτ. 18. 2) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὑβριστικῶς καὶ τυραννικῶς, Ἀντών. Λιβεράλ. 12, Κόνων 24˙ ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ., τὰ ἐξυβρισμένα, καταπεφρονημένα πράγματα, Λογγῖνος 43. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ σώματος ἐκ τῆς πολλῆς τροφῆς, «ξεσπῶ», ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῖ, τὰ δὲ εἰς ἔκγονον ὕβρεως ἀδικίαν Πλάτ. Νόμοι 691C˙ ἐπὶ φυτῶν, σφριγῶ, εἶμαι πλήρης ὀργανισμοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. γεν. 1. 18, 58, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 8.

French (Bailly abrégé)

éclater d’orgueil, d’insolence : ἐξ. εἰς τόδε THC en venir à cet excès d’arrogance ; ἐξ. εἴς τινα LUC être arrogant envers qqn.
Étymologie: ἐξ, ὑβρίζω.

Greek Monolingual

και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω)
χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου
μσν.- νεοελλ.
ατιμάζω, ντροπιάζω
αρχ.
1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.)
2. (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά
3. (για τα σώματα, λόγω τρυφηλής ζωής) εκτρέπομαι, ξεσπώ («ἐξυβρίζοντα τὰ μὲν εἰς νόσους θεῑ...»).