ἑτερόφωνος: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />de son différent, <i>càd</i> qui parle une autre langue.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φωνή]]. | |btext=ος, ον :<br />de son différent, <i>càd</i> qui parle une autre langue.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑτερόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετική [[φωνή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διαφορετική [[γλώσσα]], ο [[αλλόγλωσσος]], ο [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[ετεροφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που δεν συμφωνεί, ο [[ασύμφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, <i>ημί</i>-<i>φωνος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of different voice: hence, foreign, A. Th. 170(lyr.). II discrepant, opp. σύμφωνος, Porph.Chr.15.
German (Pape)
[Seite 1051] von anderer, verschiedener Stimme, fremdredend, στρατός Aesch. Spt. 154.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόφωνος: -ον, ἔχων διάφορον φωνήν, ἑτερόγλωσσος, ἐντεῦθεν, ξένος ἑτεροφώνῳ στρατῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 170, ἔνθα ἡ λέξις ἴσως εἶναι γλώσσημα· διότι τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξ. οἵαν ὁ Ἔρμαννος προτείνει: ἑτεροβάγμονι στρατῷ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de son différent, càd qui parle une autre langue.
Étymologie: ἕτερος, φωνή.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑτερόφωνος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετική φωνή
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος
2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία
αρχ.
συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φωνος < φωνή (πρβλ. ά-φωνος, ημί-φωνος)].