εὐκαταφρόνητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταφρονέω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καταφρονέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκαταφρόνητος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] [[καταφρονήσεως]], ο μη [[υπολογίσιμος]], ο [[ασήμαντος]] («μηδ' ὑφ' ἑνὸς [[εὐκαταφρόνητος]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>φρονητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[φρονώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>κατα</i>-<i>φρόνητος</i>, <i>δειλο</i>-<i>κατα</i>-<i>φρόνητος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαταφρόνητος Medium diacritics: εὐκαταφρόνητος Low diacritics: ευκαταφρόνητος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: eukataphrónētos Transliteration B: eukataphronētos Transliteration C: efkatafronitos Beta Code: eu)katafro/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to be despised, contemptible, ὑπό τινος X.HG6.4.1, cf. Cyr.8.3.1, D.4.18, Men.Sam.297, Arist.Pol.1312b24, etc.; negligible, πᾶσα ἀλγηδὼν εὐ. Epicur.Sent.Vat.4, cf. Phld.D.1.25, al.; esp. in Lit. Crit., D.H.Comp.3, Longin.3.1, Demetr.Eloc.4, etc. Adv. -τως Plu.Demetr.16.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht zu verachten, verächtlich, geringfügig, Xen. Cyr. 8, 3, 1 Hell. 6, 4, 28; Arist. pol. 5, 10 u. Sp. – Adv., Plut. Demetr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαταφρόνητος: -ον, ὡς και νῦν, ἄξιος καταφρονήσεως, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 28, Κύρ. 8. 3, 1, Δημ. 45. 1, κλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Δημήτρ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut facilement dédaigner, méprisable.
Étymologie: εὖ, καταφρονέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκαταφρόνητος, -ον)
ο άξιος καταφρονήσεως, ο μη υπολογίσιμος, ο ασήμαντος («μηδ' ὑφ' ἑνὸς εὐκαταφρόνητος εἶναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-φρονητος (< κατα-φρονώ), πρβλ. αξιο-κατα-φρόνητος, δειλο-κατα-φρόνητος].