εὐφυΐα: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> heureuse croissance ; bonne nature, bonne qualité;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> bon naturel, heureuses dispositions, talent.<br />'''Étymologie:''' [[εὐφυής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> heureuse croissance ; bonne nature, bonne qualité;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> bon naturel, heureuses dispositions, talent.<br />'''Étymologie:''' [[εὐφυής]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφυΐα]]) [[ευφυής]]<br />(για τη διανοητική [[κατάσταση]]) [[οξύνοια]], [[εξυπνάδα]], [[νοημοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή [[φυσική]] [[ανάπτυξη]], καλή [[διαμόρφωση]] («[[φιλία]] τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη διανοητική και την [[ηθική]] [[κατάσταση]] [[μαζί]]) η [[εξυπνάδα]] και η καλή [[διάθεση]] («[[εὐφυΐα]] [[τάχος]] μαθήσεως, [[γέννησις]] φύσεως ἀγαθή<br />[[ἀρετὴ]] ἐν φύσει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) α) [[ευφορία]], [[γονιμότητα]]<br />β) [[καταλληλότητα]], στρατηγική [[θέση]] («ἡ τῶν τόπων [[εὐφυΐα]]», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῠΐα Medium diacritics: εὐφυΐα Low diacritics: ευφυΐα Capitals: ΕΥΦΥΪΑ
Transliteration A: euphyḯa Transliteration B: euphuia Transliteration C: effyia Beta Code: eu)fui/+a

English (LSJ)

ἡ,

   A natural goodness of growth or shape, shapeliness, δακτύλων Hp. Off.4, cf. Art.82; εὐ. καὶ ὥρα Plu. Sol.1; ἡ τῶν ζῴων εὐ. Porph. Abst.3.24.    II good natural parts, and morally, goodness of disposition, freq. in both senses at once, Arist. EN1114b12, Rh.1362b24, etc.; defined as τάχος μαθήσεως, Pl.Def.413d.    2 of places, fertility, favourable situation, etc., εὐ. πρός τι Thphr. CP1.2.3; ἡ τῶν τόπων εὐ. Plb.2.68.5.—εὐφύεια is cited from Alex.317, and is found in Pap., as Anon. in Tht.4.43,al.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 heureuse croissance ; bonne nature, bonne qualité;
2 au mor. bon naturel, heureuses dispositions, talent.
Étymologie: εὐφυής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφυΐα) ευφυής
(για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη
αρχ.
1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωσηφιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.)
2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση μαζί) η εξυπνάδα και η καλή διάθεσηεὐφυΐα τάχος μαθήσεως, γέννησις φύσεως ἀγαθή
ἀρετὴ ἐν φύσει», Πλάτ.)
3. (για τόπο) α) ευφορία, γονιμότητα
β) καταλληλότητα, στρατηγική θέση («ἡ τῶν τόπων εὐφυΐα», Πολ.).