ἦπου: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ou mieux</i> ἦ που;<br /><b>1</b> certes, sans doute;<br /><b>2</b> <i>interrog.</i> est-ce que ? n’est-ce pas ? [[ἦπου]] [[οὐ]] ; ISOCR <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' ἦ, που.
|btext=<i>ou mieux</i> ἦ που;<br /><b>1</b> certes, sans doute;<br /><b>2</b> <i>interrog.</i> est-ce que ? n’est-ce pas ? [[ἦπου]] [[οὐ]] ; ISOCR <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' ἦ, που.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἦπου:''' ή [[ἦπου]],<br /><b class="num">I.</b> [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ύστερα από [[άρνηση]], [[πολύ]] λιγότερο, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμ. για να υποβληθεί [[ερώτηση]] με δισταγμό, είναι πιθανόν ότι...; [[αλήθεια]]...; είναι δυνατόν...;, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦπου Medium diacritics: ἦπου Low diacritics: ήπου Capitals: ΗΠΟΥ
Transliteration A: ē̂pou Transliteration B: ēpou Transliteration C: ipou Beta Code: h)=pou

English (LSJ)

or ἦ που,

   A I ween, ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν . . Ar.V.725; ἦ που νέος γ' ὢν ἦσθ' ὑβριστής Id.Th.63, cf. Il.3.43, 16.830; ironical, S.Aj.1008, E.Med.1308; χαλεπὸν πόλιν κατασκευάσασθαι, ἦ που δή . . much more . ., Th.1.142; so ἦ που alone, Lys.30.17, Pl.Phd.84d; ἦ πού γε lsoc.1.49; also ἦ που δή . . much less, prob. in Th.8.27; also ἦ πού γε δή Id.6.37: and with a neg., ἦ που . . γε . . οὐ δεῖ χρήσασθαι And.1.86.    II to make a hesitating suggestion, surely . . ? Od. 13.234, A.Pr.521, Ar.Pl.970.

German (Pape)

[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben ἦ που, Betheuerung, gewiß wohl, sicherlich doch, traun wohl, eine Voraussetzung zur Bekräftigung hinzufügend, Il. 3, 43. 16, 830. – In der Frage erhöht es den Nachdruck derselben, denn wohl? Od. 13, 234. Vgl. ἦ u. που.

French (Bailly abrégé)

ou mieux ἦ που;
1 certes, sans doute;
2 interrog. est-ce que ? n’est-ce pas ? ἦπου οὐ ; ISOCR m. sign.
Étymologie: ἦ, που.

Greek Monotonic

ἦπου: ή ἦπου,
I. υποθέτω, στοχάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ύστερα από άρνηση, πολύ λιγότερο, σε Θουκ.
II. χρησιμ. για να υποβληθεί ερώτηση με δισταγμό, είναι πιθανόν ότι...; αλήθεια...; είναι δυνατόν...;, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.