καταπτύω: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=cracher sur, gén. ; <i>fig.</i> conspuer, mépriser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτύω]]. | |btext=cracher sur, gén. ; <i>fig.</i> conspuer, mépriser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπτύω]] (Α)<br />(σε [[έκφραση]] καταφρόνησης) [[φτύνω]] ενώπιον κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A spit upon or at, esp. as a mark of abhorrence or contempt, c. gen., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; D.18.200, cf. Aeschin.3.73, Luc.Cat.12, etc.; κ. δωροδοκίας Aeschin.2.23; πλούτου Luc.Icar. 30: abs., Ar.Ra.1179. [On the quantity, v. πτύω.]
German (Pape)
[Seite 1373] (s. πτύω), anspeien, gegen Einen ausspucken u. dadurch seinen Abscheu ausdrücken, verabscheuen, vgl. Lob. zu Phryn. 17; τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἄν σου; Dem. 18, 200; Aesch. u. A.; auch absolut, Ar. Ran. 1179.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτύω: μελλ. -ύσω, πτύω ἐπί τινος ἢ πρός τινα, ἰδίως ὡς σημεῖον βδελυγμοῦ καὶ καταφρονήσεως, μετὰ γεν., τίς οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; Δημ. 295. 8, πρβλ. Αἰσχίν. 64. 13· τῆς φιλοσοφίας κ. Λουκ. Κατάπλ. 12, κτλ.· οὕτω, κ. δωροδοκίας Αἰσχίν. 31. 31· πλούτου Λουκ. Ἰκαρ. 30· ἀπολ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1179. Περὶ τῆς ποσότητος, ἴδε -πτύω.
French (Bailly abrégé)
cracher sur, gén. ; fig. conspuer, mépriser.
Étymologie: κατά, πτύω.
Greek Monolingual
καταπτύω (Α)
(σε έκφραση καταφρόνησης) φτύνω ενώπιον κάποιου ή πάνω σε κάποιον.