Κέρβερος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Cerbère, <i>chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt méditerranéen.
|btext=ου (ὁ) :<br />Cerbère, <i>chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt méditerranéen.
}}
{{Slater
|sltr=[[Κέρβερος]] [[hundred]] headed [[dog]] of the [[underworld]]. [[test]]., Σ Hom., Θ 368: Πίνδαρος μὲν [[οὖν]] [[ἑκατόν]], [[Ἡσίοδος]] δὲ [[πεντήκοντα]] ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b ad Δ. 2. v. fr. 249a ad Δ. 2, cf. titulum.
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κέρβερος Medium diacritics: Κέρβερος Low diacritics: Κέρβερος Capitals: ΚΕΡΒΕΡΟΣ
Transliteration A: Kérberos Transliteration B: Kerberos Transliteration C: Kerveros Beta Code: *ke/rberos

English (LSJ)

ὁ, Cerberus, the many-headed dog of Hades, Hes.Th. 311, etc.    II name of a bird, Ant.Lib.19.3.

Greek (Liddell-Scott)

Κέρβερος: ὁ, ὁ πεντηκοντακέφαλος κύων τοῦ Ἅιδου, ὅστις ἐφύλαττε τὰς πύλας τοῦ κάτω κόσμου, Ἡσ. Θ. 311· βραδύτερον ἐλέγετο ὅτι ἦτο τρικέφαλοςτρισώματος, τὸν τρισώματον κύνα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· θῆρα... τὸν τρίκανον αὐτόθι 611, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 5, 12, κτλ.· ὁ κύων τοῦ Ἅιδου μνημονεύεται ἐν Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Λ. 623, ἀλλ’ ἄνευ ὀνόματός τινος ἢ περιγραφῆς. ― Κατὰ τὸν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Κέρβερος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Τυφωέως καὶ τῆς Ἐχίδνης· τὸ δὲ ὄνομα φαίνεται ὅτι σημαίνει «σκοτεινὸς» καὶ ἴσως εἶναι συγγενὲς τῷ Κιμμέριοι· πρβλ. Κερβέριοι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cerbère, chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers.
Étymologie: DELG emprunt méditerranéen.

English (Slater)

Κέρβερος hundred headed dog of the underworld. test., Σ Hom., Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατόν, Ἡσίοδος δὲ πεντήκοντα ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b ad Δ. 2. v. fr. 249a ad Δ. 2, cf. titulum.