κοχώνη: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />région des hanches jusqu’à l’anus.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> jaghána « le derrière ». | |btext=ης (ἡ) :<br />région des hanches jusqu’à l’anus.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> jaghána « le derrière ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοχώνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] [[μεταξύ]] τών σκελών και της έδρας, το περίνεο<br /><b>2.</b> (στον δυϊκ.) <i>τὰ κοχώνα</i><br />οι γλουτοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[χώνη]] «[[χοάνη]], [[χωνί]]» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. <i>jaghάnam</i> «[[γλουτός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A perineum, Hp.Epid.5.7: in pl., Id.Mul.2.131, Eup.77, Ar.Fr.482, etc.; ἕαται ὅκως νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλποντες Herod.7. 48: dual, τὼ κοχώνᾱ Ar.Eq.424,484. (Variously expld. by Gramm. ap.Erot.Fr.17; = γλουτοί, acc. to Poll.2.183.) (Cf. Skt. jaghánam 'buttock', 'pudendum'.)
Greek (Liddell-Scott)
κοχώνη: ἡ, τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν αἰδοίων καὶ τῆς ἕδρας, Ἱππ. 1143G· καὶ ἐν τῷ πληθ., 647, 32, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 406· δυϊκ. τὰ κοχώνᾱ, «τὰ ἰσχία, καὶ τὰ ὅμοια» (Ἡσύχ.) Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 484. (Ἡ πρώτη ἔννοια φαίνεται ἐκ τῆς κοιλότητος· πρβλ. Σανσκρ. kaksh-as (axilla), kuksh-as (venter)· Λατ. cox-a, cox-en-dix· Ἀρχ. Γερ. hahs-a (poples).) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κοχῶναι τὸ ἱερὸν ὀστοῦν τὸ τῆς ῥάχεως πρὸς τῷ δακτυλίῳ, οἱ δὲ τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τὰ ἑκατέρωθεν μέρη, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσχίου».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
région des hanches jusqu’à l’anus.
Étymologie: DELG skr. jaghána « le derrière ».
Greek Monolingual
κοχώνη, ἡ (Α)
1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο
2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα
οι γλουτοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»].