λάσθη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />injure, outrage, mépris.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.
|btext=ης (ἡ) :<br />injure, outrage, mépris.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.
}}
{{grml
|mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάσθη Medium diacritics: λάσθη Low diacritics: λάσθη Capitals: ΛΑΣΘΗ
Transliteration A: lásthē Transliteration B: lasthē Transliteration C: lasthi Beta Code: la/sqh

English (LSJ)

ἡ,

   A mockery, insult, = Att. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Hdt.6.67, cf. AP7.345.

German (Pape)

[Seite 17] ἡ, Lästerung, Schmähung, Spott, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ εἰρώτα τὸν Δημάρητον Her. 6, 67; χλεύην τε ποιεῦ καὶ γέλωτα καὶ λάσθην Aeschrio ep. (VII, 345); Schande, Aeschrio bei Ath. VIII, 335 e.

Greek (Liddell-Scott)

λάσθη: ἡ, περίγελως, ὡς τὸ Ἀττ. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Ἡρόδ. 6. 67, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 345· - λασθαίνω, περιπαίζω, περιγελῶ, κακολογῶ, Ἡσύχ. (ἴδε λάω Β).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
injure, outrage, mépris.
Étymologie: DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.

Greek Monolingual

λάσθη, ἡ (Α)
χλευασμός, κοροϊδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει επίθημα -θη, που, όπως και το επίθημα -θος, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θος, σπύρα-θος].