νηκτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui nage.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de νήχομαι.
|btext=ή, όν :<br />qui nage.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de νήχομαι.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (ΑΜ [[νηκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που κολυμπά στο [[νερό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νηκτό</i>(<i>ν</i>)<br /><b>βιολ.</b> το [[άθροισμα]] τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την [[κίνηση]] τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ψάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[φυσική]] [[ιδιότητα]] ή [[επιτηδειότητα]] στην [[κολύμβηση]], η [[ικανότητα]] του να κολυμπά [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που [[πετά]] στον αέρα («τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]]. Ο τ. στο ουδ. <i>νηκτό</i>(<i>ν</i>) ως νεοελλ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nekton</i> / <i>necton</i> <span style="color: red;"><</span> [[νηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκτός Medium diacritics: νηκτός Low diacritics: νηκτός Capitals: ΝΗΚΤΟΣ
Transliteration A: nēktós Transliteration B: nēktos Transliteration C: niktos Beta Code: nhkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A swimming, opp. χερσαῖος, Arist. Mu.398b31, cf. Plu.2.636e; ν. πλῆθος ἰχθύων Vett.Val.344.15, cf.AP 6.4 (Leon.); of a shield, ib.9.115; in air as well as water, Ph.1.14; τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207; but τὸ ν. power of swimming, Anacreont.24.5.

Greek (Liddell-Scott)

νηκτός: -ή, -όν, ὁ νηχόμενος, ἀντίθετ. τῷ χερσαῖος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 636Ε· ἐπὶ ἰχθύος, Ἀνθ. Π. 4. 196· ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως, ἣν ἡ θάλασσα ἐκόμισεν ἐπιπλέουσαν παρὰ τὸν τύμβον τοῦ Αἴαντος, αὐτόθι 9. 115: ἐν τῷ ἀέρι ὡς καὶ ἐν τῷ ὕδατι, Φίλων 1. 14· - τὸ νηκτόν, ἡ δύναμις τοῦ νήχεσθαι, κολυμβᾶν, Ἀνακρεόντ. 24. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui nage.
Étymologie: adj. verb. de νήχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ο (ΑΜ νηκτός, -ή, -όν)
αυτός που κολυμπά στο νερό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νηκτό(ν)
βιολ. το άθροισμα τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την κίνηση τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ψάρι
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. η φυσική ιδιότητα ή επιτηδειότητα στην κολύμβηση, η ικανότητα του να κολυμπά κανείς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που πετά στον αέρα («τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω. Ο τ. στο ουδ. νηκτό(ν) ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nekton / necton < νηκτός < νήχω «κολυμπώ»].