νοστέω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐνόστησα, <i>pf.</i> νενόστηκα;<br /><b>1</b> revenir, retourner;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> venir chez qqn en revenant dans sa patrie.<br />'''Étymologie:''' [[νόστος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐνόστησα, <i>pf.</i> νενόστηκα;<br /><b>1</b> revenir, retourner;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> venir chez qqn en revenant dans sa patrie.<br />'''Étymologie:''' [[νόστος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[νόστος]]), fut. νοστήσω, aor. νόστησα: [[return]], [[often]] [[with]] the [[implication]] of a [[happy]] [[escape]], Il. 10.247, Il. 17.239, κεῖσέ με νοστήσαντα, ‘[[when]] I came [[there]] on my [[way]] [[home]],’ Od. 4.619, Od. 15.119.
}}
}}

Revision as of 15:24, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοστέω Medium diacritics: νοστέω Low diacritics: νοστέω Capitals: ΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: nostéō Transliteration B: nosteō Transliteration C: nosteo Beta Code: noste/w

English (LSJ)

   A go or come home, return, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν Od.1.290, Epic. ap. Plu.2.297b; ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε, Il.4.103, 5.687, Od.1.83: c. acc., ν. Ἄργος, οἶκον, S.OC1386, E.IT534: pleon., ὀπίσω ν. Hdt.3.26; ν. πάλιν Ar.Av.1270: c. dat. modi, ν. κεινῇσι χερσί Hdt.1.73:—Med., νοστήσατο πάτρην Q.S.1.269.    2 abs., return safe, Il.10.247; return, ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν 2.253; κάλλιον ἂν . . ἐνόστησ' ἀντιπάλων Pi.N.11.26, etc.    3 go or come, κεῖσε Od.4.619; δεῦρο E.Hel.474; γῆν τήνδε ib.891; εἰς ἐκκλησίαν Ar.Ach. 29.    4 c. acc. cogn., ὑπὸ γῆς νοστήσαντι πορείαν Pl.Ep.335c.    II (cf. νόστος II, νόστιμος II) ἐνόστησε τὸ ὕδωρ the water became drinkable, Paus.7.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

νοστέω: μέλλ. -ήσω, ὑπάγωὑποστρέφω εἰς τὸν οἶκόν μου, ἐπανέρχομαι, ἰδίως εἰς τὸν οἶκόν μου ἢ τὴν πατρίδα μου, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ν. ἐς πατρίδα γαῖαν· ὡσαύτως, ν. οἴκαδε, οἶκόνδε, ὅνδε δόμονδε· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ν. Ἄργος, οἶκον Σοφ. Ο. Κ. 1386, Εὐρ. Ι. Τ. 554· πλεον., ὀπίσω νοστεῖν Ἡρόδ. 3. 26· πάλιν ν. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1270· μετὰ δοτ. τρόπου, ν. κεινῇσι χερσὶν Ἡρόδ. 1. 73· - τὸ μέσον εὕρηται μόνον παρὰ Κοΐντ. Σμ. 1. 269. 2) ἐπανέρχομαι ἀσφαλῶς, διαφεύγω, Ἰλ. Κ. 247, πρβλ. Β. 253, Πινδ. Ν. 11. 32, κτλ. 3) ὑπάγωἐπανέρχομαι εἰς τὰ μέρη εἰς ἃ πάλαι ἐφοίτων, δεῦρο ν. Εὐρ. Ἑλ. 474· γῆν τήνδε αὐτόθι 891· εἰς ἐκκλησίαν Ἀριστοφ. Ἀχ. 29· ἴδε Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Φιλ. 43. ΙΙ. ἐνόστησε τὸ ὕδωρ, κατέστη πότιμον καὶ εὐάρεστον, Παυσ. 7. 2, 11· πρβλ. νόστιμος ΙΙΙ, ἀλλὰ νῦν τὸ ἐνόστησε διωρθώθη πάνυ ἐπιτυχῶς εἰς ἐνόσησε, ἴδε νοσέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐνόστησα, pf. νενόστηκα;
1 revenir, retourner;
2 p. ext. venir chez qqn en revenant dans sa patrie.
Étymologie: νόστος.

English (Autenrieth)

(νόστος), fut. νοστήσω, aor. νόστησα: return, often with the implication of a happy escape, Il. 10.247, Il. 17.239, κεῖσέ με νοστήσαντα, ‘when I came there on my way home,’ Od. 4.619, Od. 15.119.