περιφανής: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> visible tout autour, de tous les côtés;<br /><b>2</b> évident, manifeste;<br /><b>3</b> connu de tous : περιφανὲς [[ὡς]] XÉN il est clair pour tout le monde que, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> περιφανέστερος, <i>Sp.</i> περιφανέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[περιφαίνω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> visible tout autour, de tous les côtés;<br /><b>2</b> évident, manifeste;<br /><b>3</b> connu de tous : περιφανὲς [[ὡς]] XÉN il est clair pour tout le monde que, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> περιφανέστερος, <i>Sp.</i> περιφανέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[περιφαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ [[περιφαίνω]]<br />[[επιφανής]], [[ένδοξος]], [[ξακουστός]] (α. «[[περιφανής]] [[νίκη]]» β. «γένει τε καὶ πλούτῳ [[περιφανής]]», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται από [[παντού]], ο [[περίοπτος]] («πόλιν... περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾦκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί ζωηρή [[εντύπωση]], [[κατάδηλος]], [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]] («[[ὑπὲρ]] τῶν περιφανῶν ἀδικημάτων συγγνώμην ποιεῑσθε», Λυσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιφανῶς</i> ΝΜΑ<br />ολοφάνερα.
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφανής Medium diacritics: περιφανής Low diacritics: περιφανής Capitals: ΠΕΡΙΦΑΝΗΣ
Transliteration A: periphanḗs Transliteration B: periphanēs Transliteration C: perifanis Beta Code: perifanh/s

English (LSJ)

ές,

   A seen all round, of a city, Th.4.102 ; π. ζῷα figures standing free and unattached, opp. those in relief, Callix.2, cf.1.    2 conspicuous, notorious, S.Aj.66, etc.; π. τὰ πράγματα Ar.Lys.756; π. ἀδίκημα Lys.9.22; τὰ δημόσιά που καὶ π. Pl.Phlb.31e; μεγάλη καὶ π. ἀναισχυντία D.27.38; τεκμήριον Lys.22.11 (Sup.); πενία Antiph.167; περιφανές [ἐστι], ὡς . . X.HG7.2.17: Comp. -φανέστερος, Sup. -έστατος, ib.7.3.8, Ar.Eq.206, etc. Adv. -νῶς conspicuously, notably, evidently, S.Aj.81, Ar.Eq.1186, Pl.948, Th.6.60, Lys.16.8, Pl.Men. 91d, Ep.346a: Comp. -έστερον D.27.7: Sup. -έστατα Is.8.17 codd. περιφαν-τάζομαι, frame an imaginative notion of a thing, Simp.in Epict.p.112 D., in Cael.313.8.

German (Pape)

[Seite 598] ές, von allen Seiten sichtbar, deutlich, berühmt; δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον, Soph. Ai. 66; περιφανέστατος, Ar. Equ. 206; καταλύει περιφανῶς, offenbar, Plut. 948; u. so im adv. auch Soph. Ai. 81; Thuc. 4, 102, u. adv., 6, 60; τὰ δημόσια καὶ περιφανῆ, Plat. Phil. 31 e; u. adv., Men. 91 d; ἐλέγχεσθαι, Andoc. 1, 24; τὸ περιφανέστατον, Lys. 3, 39; Sp., wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

περιφᾰνής: -ές, (περιφαίνομαι) ὁ ὁλόγυρα φαινόμενος, περίοπτος, ἐπὶ πόλεως, Θουκ. 4. 102· π. ζῷα, ὁμοιώματα ἱστάμενα καθ’ ἑαυτὰ καὶ πανταχόθεν ὁρατά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀνάγλυφα, Ἀθήν. 199Ε, 205C. 2) προφανής, δῆλος, ἐπίσημος, κατάδηλος, πασίγνωστος, Σοφ. Αἴ. 66, κτλ.˙ π. τὰ πράγματα Ἀριστοφ. Λυσ. 756˙ π. ἀδίκημα Λυσίας 116. 8˙ τὰ δημόσιά που καὶ π. Πλάτ. Φίληβ. 31Ε˙ μεγάλη καὶ π. ἀναισχυντία Δημ. 825. 20˙ τεκμήριον Λυσ. 165. 15˙ περιφανές [ἐστι], ὡς… Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 17˙ ― συγκρ. καὶ ὑπερθ. -φανέστερος, -έστατος, αὐτόθι 7. 3, 8, Ἀριστοφ. Ἱππ. 206, κτλ. ― Ἐπίρρ. -νῶς, φανερῶς, ἐπισήμως, προδήλως, Σοφ. Αἴ. 81, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1186, Πλ. 948, Θουκ. 6. 60, Πλάτ. Μένων 91D˙ συγκρ. -έστερον, Δημ. 815. 19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 visible tout autour, de tous les côtés;
2 évident, manifeste;
3 connu de tous : περιφανὲς ὡς XÉN il est clair pour tout le monde que, etc.
Cp. περιφανέστερος, Sp. περιφανέστατος.
Étymologie: περιφαίνω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ περιφαίνω
επιφανής, ένδοξος, ξακουστός (α. «περιφανής νίκη» β. «γένει τε καὶ πλούτῳ περιφανής», Ευσ.)
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται από παντού, ο περίοπτος («πόλιν... περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾦκισεν», Θουκ.)
2. αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση, κατάδηλος, καταφανής, ολοφάνεροςὑπὲρ τῶν περιφανῶν ἀδικημάτων συγγνώμην ποιεῑσθε», Λυσ.).
επίρρ...
περιφανῶς ΝΜΑ
ολοφάνερα.