φιλόπρωτος: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime à primer, qui ambitionne le premier rang ; τὸ φιλόπρωτον désir de primer.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πρῶτος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui aime à primer, qui ambitionne le premier rang ; τὸ φιλόπρωτον désir de primer.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πρῶτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόπρωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί να έχει [[πάντα]] τα [[πρωτεία]], που αγωνίζεται να [[είναι]] [[πάντα]] [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> [[αρχομανής]], [[φίλαρχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόπρωτον</i><br />η [[φιλοπρωτεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρῶτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>παντά</i>-<i>πρωτος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A fond of being first, Plb (?). Fr. (post 29.18) ap.Suid. s.v. πρωτόπειρος, Plu.2.471d, Artem.2.32, etc.; τὸ φ., = φιλοπρωτεία, Plu.Sol.29, Alc.2, etc.
German (Pape)
[Seite 1284] gern der Erste sein wollend, nach dem ersten Range, der Oberherrschaft strebend, Artemid. 3, 32; τὸ φιλόπρωτον = φιλοπρωτεία, Plut. Sol. 29 Alcib. 2.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόπρωτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ εἶναι πρῶτος, φιλότιμος καὶ φιλόνεικος καὶ φιλόπρωτος ἦν Πολυβ. Γραμματ. Ἀποσπ. 115, Πλούτ., κλπ.· τὸ φιλόπρωτον = φιλοπρωτεία, Πλουτ. Σόλων 59, Ἀλκ. 2, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à primer, qui ambitionne le premier rang ; τὸ φιλόπρωτον désir de primer.
Étymologie: φίλος, πρῶτος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόπρωτος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που επιθυμεί να έχει πάντα τα πρωτεία, που αγωνίζεται να είναι πάντα πρώτος
2. αρχομανής, φίλαρχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπρωτον
η φιλοπρωτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πρῶτος (πρβλ. παντά-πρωτος)].