πλημμέλημα: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> faute, offense;<br /><b>2</b> gain illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> faute, offense;<br /><b>2</b> gain illégitime.<br />'''Étymologie:''' [[πλημμελέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πλημμελώ]]<br />[[παράπτωμα]], [[σφάλμα]] («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[αδίκημα]] που επισύρει [[ποινή]] φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 [[χρόνια]] ή [[ποινή]] χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον [[συνήθως]], σε σωφρονιστικό [[κατάστημα]], προκειμένου για εφήβους.
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλημμέλημα Medium diacritics: πλημμέλημα Low diacritics: πλημμέλημα Capitals: ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: plēmmélēma Transliteration B: plēmmelēma Transliteration C: plimmelima Beta Code: plhmme/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fault, trespass, εἰς τοὺς θεούς Aeschin.3.106 (pl.), cf. LXXJe.2.5, Phld.Rh. 1.188 S. (pl.), Gal.Anim.Pass.2.3 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 633] τό, = πλημμέλεια; τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῦ πλημμελήματα, Aesch. 3, 106; Luc. Hermot. 81.

Greek (Liddell-Scott)

πλημμέλημα: τό, παράπτωμα, ἁμαρτία, εἰς τοὺς θεοὺς Αἰσχίν. 68. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 faute, offense;
2 gain illégitime.
Étymologie: πλημμελέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πλημμελώ
παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.)
νεοελλ.
κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ' αόριστον συνήθως, σε σωφρονιστικό κατάστημα, προκειμένου για εφήβους.