πραγματικός: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(Bailly1_4) |
(eksahir) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre au maniement des affaires, prudent, avisé ; <i>particul.</i> habile politique;<br /><b>2</b> qui concerne les affaires politiques.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> propre au maniement des affaires, prudent, avisé ; <i>particul.</i> habile politique;<br /><b>2</b> qui concerne les affaires politiques.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[fórmula mágica]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for action or business, businesslike, statesmanlike, later Greek for πρακτικός, βασιλεύς, ἄνδρες, Plb.7.11.2, 7.12.2, al.; pragmatici homines, men of the world, men of affairs, Cic.Att.2.20.1; wise and prudent men, Vett. Val.17.22; πραγματική, = ἐπιστήμη τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, Andronic. Rhod.p.574 M. Adv. -κῶς Cic.QF2.14.2. 2 Subst. πραγματικός, ὁ, agent, attorney, π. τῆς πόλεως, τοῦ νομοῦ, Inscr.Magn.189 (ii A. D.), PAmh.2.107.15 (ii A. D.), cf. SIG888.101 (Scaptopara, iii A. D.). b Lat.pragmaticus, legal adviser, Cic.de Or.1.45.59, Quint. Inst.12.3.4, Juv.7.123. c civil official, opp.military officer, PTeb.58.18 (ii B. C.), OGI139.7 (Egypt, ii B. C.), 669.21, al. (ibid. i A.D.); civilian, opp. στρατιωτικός, Plb.14.1.13; ἱερόδουλοι καὶ π. τοῦ ἱεροῦ LXX 1 Es.8.22. 3 π. τύπος, νόμος, = Lat. pragmatica sanctio, Just.Nov.7.2.1, Cod.Just.1.3.38.6. II of things, 1 of history, political (including military), Plb.1.2.8, 9.2.4, al., Plu.Galb.2, etc.; π. ἀποφάσεις political utterances, Plb.32.2.7. 2 of speech or action, able, prudent, statesmanlike, ἔργον, λόγοι, Id.3.116.7, 36.5.1; τρόπος Id.23.5.5; ὥστε μὴ ὑποπτεῦσαί τι περὶ αὐτοῦ πραγματικόν anything machiavellian, Id.30.27.2, cf.30.19.11. Adv.-κῶς Id.2.13.1, al.; by statecraft, Id.31.10.6. III relating to subject-matter, opp. style, ὁ π. τόπος, opp. ὁ λεκτικός, D.H.Comp.1: Sup., -ωτάτη εὕρεσις Hermog. Inv.1.1. 2 relating to fact, θεωρήματα, ζήτησις, Epicur.Nat.28 Fr.4 (p.5 V.), Demetr.Lac.Herc.1014.62; πίστις Syrian.in Hermog. ip.57 R. (v.l.): -κή, ἡ, deliberation on matter of fact or on action, ib.iip.161 R.; π.ἔγγραφος, ἄγραφος, ib.p.162 R. b material (opp. formal, verbal), διαφωνία Simp. in Cael.640.28. Adv. -κῶς, ζητεῖν Phld.Rh.2.238 S., cf. Plu.2.960b; διαφέρεσθαι ib.1113c; τὸ π. ἀπορούμενον difficulty arising from facts (opp. verbal), Simp.in Ph.1289.35: Sup., ἐν τοῖς Στωικοῖς - ώτατα φιλοσοφῆσαι Porph.Abst.4.8: opp. ψυχικῶς, στοιχειακῶς, Anon.in Westermann Mythogr.p.328. IV πραγματικόν, τό, in Magic, effective spell, PMag.Par.1.2432. V troublesome, formidable, of a citadel, Plb.4.70.10; λίαν δυσάλωτος καὶ π. πόλις Beros. ap. J.Ap.1.20; of an attack, Plb.5.5.4; ἀήττητα καὶ π. πλήθη Id.1.35.5.
German (Pape)
[Seite 693] geschäftig, ὁ πραγματικός, in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήθη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς τρόπος τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τρόπος, 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im Ggstz der Geschichte der fabelhaften u. Heroenzeit (vgl. Plut. Galb. 2); auch = thatkräftig, Etwas auszurichten im Stande, ἐπίθεσις, 5, 5, 4, λόγοι ἀνδρώδεις καὶ πραγματικοί, 36, 3, 1, u. öfter; auch das adv. braucht er häufig, geschickt, kundig, kräftig, λογίζεσθαι, διανοεῖσθαι, 3, 80, 5. 4, 50, 11, καὶ νουνεχῶς, 2, 13, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτικός: -ή, -όν, (πράγμα) ὁ ἐπιτήδειος εἰς ἐνέργειαν ἢ ἀσχολίαν ἐνεργητικός, δραστήριος, ἐν χρήσει ἐν τῇ μεταγενεστ. Ἑλλην. ἀντὶ τοῦ πρακτικός, μάλιστα ἐπὶ ἀνθρώπων ἐμπείρων τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Πολύβ. 7. 11, 2., 7. 12, 2, κ. ἀλλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4897C, 7· οἱ πρ., ἀντίθετον τῷ οἱ στρατιωτικοὶ ὁ αὐτ. 14. 4, 13, πρβλ. 24. 5, 5, Κικ, πρ. Ἀττ. 2. 20· ― ἐνίοτε ὡσαύτως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ἄνδρες ἐνεργητικοί, Πολύβ. 1. 35, 5, πρβλ. 7. 11, 2· ― ἐντεῦθεν ἡ νομικὴ φράσις pragmatica sanctio ἢ jussio, αὐτοκρατορικὸν διάταγμα ἐπὶ δημοσίων ὑποθέσεων, Κῶδ. Ἰουστ., κτλ. 2) παρὰ τοῖς Ρωμ. συγγραφεῦσι pragmaticus ἐκαλεῖτο ὁ ὑποβάλλων ἐπιχειρήματα εἰς τοὺς ῥήτορας καὶ δικηγόρους, ὁ διευθύνων δίκας κτλ., Cic de Orat. 1. 45, 59, Ἰουβεν. 7. 123, Quintil 12. 3, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) ἐπὶ ἱστορίας, συστηματικὴ ἔκθεσις τῶν γεγονότων, Πολύβ. 1. 2. 8, κτλ.· πρβλ. πραγματεία ΙΙΙ. 2) ἰσχυρός, ἐπὶ φρουρίου, ὁ αὐτ. 4. 70, 10. 3) ἐπὶ λόγου, ὁμιλίας, διαγωγῆς, κτλ., ἱκανός, φρόνιμος, ὁ αὐτ. 3. 116, 7., 36. 3, 1, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 2. 13, 1, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς πραγματικὰ πράγματα, ὁ πρ. τόπος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁ λεκτικός, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1· ― οὕτως ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ ψυχικῶς, Script. Myth. σ. 328 Westerm.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre au maniement des affaires, prudent, avisé ; particul. habile politique;
2 qui concerne les affaires politiques.
Étymologie: πρᾶγμα.