πλησίστιος: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui emplit <i>ou</i> gonfle les voiles;<br /><b>2</b> dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]], [[ἱστίον]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui emplit <i>ou</i> gonfle les voiles;<br /><b>2</b> dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.<br />'''Étymologie:''' [[πλήθω]], [[ἱστίον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ια, -ιο / [[πλησίστιος]], -ιον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που πλέει με γεμάτα τα [[ιστία]], με φουσκωμένα τα πανιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που πλέει με όλη την [[ταχύτητα]], [[ολοταχώς]] και [[κατευθείαν]], αυτός που φέρεται [[ακράτητος]] [[προς]] μία [[κατάσταση]] («φέρονται πλησίστιοι [[προς]] οικονομική [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα [[ιστία]] («πλησίστιον<br />τὸν ἄνεμον, πληροῡντα τὸ [[ἱστίον]]», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλησιστίως</i>, ΝΑ<br />με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλησ</i>(<i>ι</i>)- του [[πίμπλημι]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἱστίον]] «[[πανί]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (πίμπλημι, ἱστία)
A filling or swelling the sails, οὖρος Od.11.7,12.149, Them.Or.15.195a; πνοαί E.IT430 (lyr.). II Pass., with full sails, π. φέρεσθαι Ph.1.611, 2.571: metaph., Plu.Cat. Ma.3.
German (Pape)
[Seite 635] die Segel füllend, schwellend; οὖρος, Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; ἄνεμος, Luc. Herc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
πλησίστιος: -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, οὖρος Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui emplit ou gonfle les voiles;
2 dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.
Étymologie: πλήθω, ἱστίον.
Greek Monolingual
-ια, -ιο / πλησίστιος, -ιον, ΝΑ
1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά
2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς οικονομική καταστροφή»)
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα ιστία («πλησίστιον
τὸν ἄνεμον, πληροῡντα τὸ ἱστίον», Ησύχ.).
επίρρ...
πλησιστίως, ΝΑ
με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + ἱστίον «πανί»].