σκύζομαι: Difference between revisions
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />gronder ; être irrité <i>ou</i> s’irriter : τινι contre qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυδ, être sombre ; cf. [[σκυθρός]], [[σκυδμαίνω]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />gronder ; être irrité <i>ou</i> s’irriter : τινι contre qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυδ, être sombre ; cf. [[σκυθρός]], [[σκυδμαίνω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=imp. [[σκύζευ]], inf. -[[εσθαι]], [[part]]. -όμενος: be [[wroth]], incensed, [[indignant]], τινί. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:31, 15 August 2017
English (LSJ)
Ep., used mostly in pres.: impf. ἐσκύζοντο, σκύζοντο, Q.S.3.133, 5.338: Ep. aor. opt. σκύσσαιτο (ἐπι-) Od.7.306:—
A to be angry with one, σκυζομένη Διὶ πατρί Il.4.23; σκύζεσθαί οἱ εἰπὲ θεούς 24.113; μή μοι σκύζευ Od.23.209: abs., to be wroth, οὔ σευ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Il.8.483, cf. 9.198. (Cf. σκυδ-μαίνω and prob. σκυθρός.)
German (Pape)
[Seite 906] Einem zürnen, unwillig, aufgebracht sein auf, gegen Einen, τινί, Il. 4, 23. 8, 460. 24, 113 Od. 23, 209; absol., zornig, unwillig sein, Il. 8, 483. 9, 113; immer nur praes.; einzeln bei sp. D., wie Coluth. 242. Die Gramm. führen auch das act. σκύζω an. und leiten das Wort von κύων ab, wie κνυζάομαι; Hesych. ἡσυχῇ ὑποφθέγγεσθαι ὥςπερ κύνες, eigtl. knurren wie ein Hund; nach Schol. Theocr. 16, 8 vom Löwen, der im Zorn das ἐπισκύνιον herunterzieht, also von σκύνιον, finster aussehen. Vgl. σκυδμαίνω, σκυθρός.
Greek (Liddell-Scott)
σκύζομαι: Ἐπικ. ἀποθετ. ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ.· παρατ. ἐσκύζοντο, σκύζοντο Κόϊντ. Σμ. 3. 133., 5. 338· Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. σκύσσαιτο (ἐπι-) Ὀδ. Η. 306. Ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, εἶμαι ὠργισμένος, «λυποῦμαι, χολοῦμαι, θυμοῦμαι, σκυθρωπάζω» Ἡσύχ., σκυζομένη Διὶ πατρί Ἰλ. Δ. 23, Θ. 460· σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς Ω. 113· μή μοι σκύζευ Ὀδ. Ψ. 209· ἀπολ., εἶμαι ὠργισμένος, οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω Ἰλ. Θ. 483, πρβλ. Ι. 198. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΚΥΔ (πρβλ. σκυδμαίνω), ἥτις γίνετε ΣΚΥΘ. πρὸ τοῦ ρ. ὡς ἐν τοῖς σκυθρός, σκυθρωπός, εἰ καὶ δύσκολον εἶναι νὰ εὕρῃ τις ἄλλα παραδείγματα ὁμοίας μεταβολῆς).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
gronder ; être irrité ou s’irriter : τινι contre qqn.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκυθρός, σκυδμαίνω.
English (Autenrieth)
imp. σκύζευ, inf. -εσθαι, part. -όμενος: be wroth, incensed, indignant, τινί.