σύνολος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />tout ensemble, entier, complet ; <i>adv.</i> • τὸ σύνολον en général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὅλος]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />tout ensemble, entier, complet ; <i>adv.</i> • τὸ σύνολον en général.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὅλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α [[ὅλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, [[ολόκληρος]], [[ολικός]] («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) <i>τὸ σύνολον</i><br />συνολικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ [[σύνολος]] [[οὐσία]]» ή, [[απλώς]], «τὸ σύνολον» — η ύλη, η [[μορφή]] και το [[σχήμα]] ενός αντικειμένου («[[λέγω]] δὲ τὴν ὕλην, [[οἷον]] τὸν χαλκόν<br />τὴν δὲ μορφήν, τὸ [[σχῆμα]] τῆς ἰδέας<br />τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνόλως]] Α<br />εντελώς, [[τελείως]], [[ολότελα]], πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνολος Medium diacritics: σύνολος Low diacritics: σύνολος Capitals: ΣΥΝΟΛΟΣ
Transliteration A: sýnolos Transliteration B: synolos Transliteration C: synolos Beta Code: su/nolos

English (LSJ)

ον, Arist.Metaph.1037a32; also η, ον ib.26, Pl.Plt.299d:—

   A all together, ll. cc., POxy.1420.11 (ii A.D.); συνόλη ἡ κώμη PGen. 54.23 (iv A.D.); τὸ σῶμα τὸ σ. Arist.HA491a28, etc.; ἡ σ. οὐσία the complete substance, i.e. the εἶδος with the ὕλη, Id.Metaph.1037a32; τὸ σ. in this sense, ib.995b35, 1060b24; but τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων (viz. σῶμα and εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον) συντιθέμενον the whole composed of these (here genus and differentia), Id.Top.130a12.    II τὸ σ. as Adv., on the whole, in general, Pl.Sph.220b, Lg.654b, D.61. 21, Philem.2, Sor.2.16, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Thphr.CP2.3.3; after a neg., at all, whatsoever, μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ. IG12.6.43; οὐδὲν τὸ σ. PFlor.32b15 (iii A.D.), cf. PGrenf.2.76.18 (iv A.D.), etc.    2 regul. Adv. -λως Isoc.12.217, Ph.1.228, Ath.1.31b.

German (Pape)

[Seite 1030] ganz und zusammen; τῆς περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης, Plat. Polit. 299 d; τὸ σύνολον, das Ganze zusammen, Soph. 220 b. – Adv. συνόλως, überhaupt, durchaus, Sp., wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σύνολος: -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· ὡσαύτως η, ον αὐτόθι 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― ὅλος ὁμοῦ, Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ σῶμα τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. οὐσία ἢ τὸ σύνολον, «λέγω δὲ τὸ σύνολον ὅταν κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον ἄμφω ταῦτα;» 52. 11· «λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. συνόλως ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
tout ensemble, entier, complet ; adv. • τὸ σύνολον en général.
Étymologie: σύν, ὅλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α ὅλος
1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.)
2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) τὸ σύνολον
συνολικά
3. φρ. «ἡ σύνολος οὐσία» ή, απλώς, «τὸ σύνολον» — η ύλη, η μορφή και το σχήμα ενός αντικειμένου («λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν
τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας
τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», Αριστοτ.).
επίρρ...
συνόλως Α
εντελώς, τελείως, ολότελα, πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.