τεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(Bailly1_5)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> τεκτανοῦμαι, <i>ao.</i> ἐτεκτηνάμην;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> travailler le bois, être charpentier, <i>ou qqf</i> menuisier;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> construire <i>ou</i> fabriquer avec du bois, acc. ; <i>en gén. en mauv. part</i> machiner, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[τέκτων]].
|btext=<i>f.</i> τεκτανοῦμαι, <i>ao.</i> ἐτεκτηνάμην;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> travailler le bois, être charpentier, <i>ou qqf</i> menuisier;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> construire <i>ou</i> fabriquer avec du bois, acc. ; <i>en gén. en mauv. part</i> machiner, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[τέκτων]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[τέκτων]]), aor. τεκτήνατο, -αιτο: [[build]], Il. 5.62; met., [[contrive]], [[devise]], Il. 10.19. (Il.)
}}
}}

Revision as of 15:33, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκταίνομαι Medium diacritics: τεκταίνομαι Low diacritics: τεκταίνομαι Capitals: ΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: tektaínomai Transliteration B: tektainomai Transliteration C: tektainomai Beta Code: tektai/nomai

English (LSJ)

S.Fr.867, etc.: fut.

   A τεκτᾰνοῦμαι Ar.Lys.674: aor. ἐτεκτηνάμην E.IT951, etc., Ep. τεκτήνατο Il.5.62:—prop. of a carpenter. frame, νῆας Il. l.c., cf. Ar.l.c.: abs., do joiners' work, as opp. to smiths' work, ἕτερος δὲ χαλκεύει τις, ὁ δὲ τ. Id.Pl.163; μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Pl.Lg.846e, cf. X.Mem.4.2.22; opp. πλάττω, Arist.GA730b30.    2 of other artificers, τ. χέλυν, h.Merc.25; τάφον Call.Jov.9; τέλεον αὐτὸν [τὸν κόσμον] ἐτεκτήνατο Pl.Ti.33b; ὁ τεκταινόμενος the maker, ib.28c.    3 metaph., devise, plan, contrive, esp. by craft or cunningly (cf. συντεκταίνομαι) , λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τ. fits and frames together, S.Fr.867; σιγῇ δ' ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ' they kept me from speech of them, E.IT 951; πᾶν ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (sc. Cleon) Ar.Ach.660; τ. μαθήματα Pl.Sph.224d, cf. Ti.91a; ἐπέων κόσμον Democr.21, cf. Phld.Rh.2.49 S.    II later, Act. τεκταίνω in same senses, τ. κακά, δόλους, LXX Pr.14.22, 26.24; ἀργύριον ib.Ba.3.18: abs., ib.Ps.128(129).3; cf. A.R.2.381, 3.592, Luc.Jud.Voc.12, Hierocl. in CA 1p.421M., AP6. 80 (Agath.); ζῴδια τεκταίνοντα HeroAut.24.1: even Att. writers have the part. τεκταινόμενα in pass. sense, ταυτί μ' οὐκ ἐλάνθανε τ. τὰ πράγματ' Ar.Eq.462; τὰ ὕστερον τ. D.34.48.

German (Pape)

[Seite 1083] dep. med., eigtl. als Zimmermann arbeiten; gew. trans., aus Holz oder andern Stoffen zimmern, bauen, verfertigen; νῆάς τινι, Il. 5, 62; χέλυν, H. h. Merc. 25; ναῦς, Ar. Lys. 674; ἄγαλμα, Plat. Phaedr. 232 d; μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω, Legg. VIII, 846 e; καὶ πλάττειν, X, 889 a. – Uebertr., bes. Etwas listig anstellen, Ränke schmieden, listige Anschläge machen; μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο, Il. 10, 19; ἐτεκτήνατο παιᾶνα, Ath. XV c. 52 (646 d); Soph. frg. 746; σιγῇ ἐτεκτήναντ' ἀποφθεγκτόν με, Eur. I. T. 951; τὸν τῆς ξυνουσίας ἔρωτα ἐτεκτήναντο θεοί, Plat. Tim. 91 a; στάσιν, Plut. Sull. 7. – Später auch act., Ap. Rh. 2, 379. 3, 592 u. in späterer Prosa, obwohl sich das pass. schon früher findet, wie Dem. 34, 48 den τοῖς ἐξ ἀρχῆς ῥηθεῖσι gegenüberstellt τοῖς ὕστερον τεκταινομένοις.

Greek (Liddell-Scott)

τεκταίνομαι: μέλλ. τεκτᾰνοῦμαι Ἀριστοφ. Λυσ. 674· ἀόρ. ἐτεκτηνάμην Εὐρ., κλπ.· ἀποθ. Κυρίως ἐπὶ τέκτονος ἢ ξυλουργοῦ, κατασκευάζω, «φτε~ιάνω», νῆας Ἰλ. Ε. 62 (ἴδε ἐν λ. τέκτων)· - ἀπολ., κάμνω ἔργον ξυλουργοῦ, ἐργάζομαι ξύλα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔργον τοῦ χαλκέως, σιδηρουργοῦ, ἕτερος δὲ χαλκεύει τις, ὁ δὲ τεκτ. Ἀριστοφ. Πλ. 163· μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω Πλάτ. Νόμ. 846Ε, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22· ἀντίθετον τῷ πλάττω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 22, 6. 2) ἐπὶ ἄλλων τεχνιτῶν ἢ δημιουργῶν, τ. χέλυν Ὕμ. Ὁμ. Ἑρμ. 25· τάφον Καλλ. εἰς Δία 8· - συχν. παρὰ Πλάτ.· τέλεον αὐτὸν [τὸν κόσμον] ἐτεκτήνατο Πλάτ. Τίμ. 33Α· ὁ τεκταινόμενος, ὁ ποιητής, ὁ κατασκευαστής, ὁ δημιουργός, αὐτόθι 28C. 3) μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, σχεδιάζω, μάλιστα μετὰ πανουργίας ἢ δεξιότητος, Λατ. struere ἢ machinari (πρβλ. συντεκταίνομαι), εὖ γὰρ καὶ διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τεκταίνεται, προσαρμόζει καὶ σχηματίζει ὁμοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 746· σιγῇ δ’ ἐτεκτήναντ’ ἀπρόσφθεγκτόν μ’, διὰ τῆς ἑαυτῶν σιγῆς μὲ ἐκώλυσαν νὰ λάβω μέρος εἰς τὴν ὁμιλίαν των, Εὐρ. Ι. Τ. 951· πᾶν ἐπ’ ἐμοὶ τεκταινέσθω (δηλ. ὁ Κλέων) Ἀριστοφάν. Ἀχ. 660· τ. μαθήματα Πλάτ. Σοφ. 224D, πρβλ. Τίμ. 91Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. εὑρίσκομεν τὸ ἐνεργ. τεκταίνω ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 361., Γ. 592, Ἀνθ. Π. 6. 80, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 12· ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἀττ. εὕρηται ἡ μετοχ. τεκταινόμενα ἐπὶ παθ. σημασίας, ταυτί μ’ οὐκ ἐλάνθανε τ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 462· τὰ ὕστερον τ. Δημ. 921. 22.

French (Bailly abrégé)

f. τεκτανοῦμαι, ao. ἐτεκτηνάμην;
1 intr. travailler le bois, être charpentier, ou qqf menuisier;
2 tr. construire ou fabriquer avec du bois, acc. ; en gén. en mauv. part machiner, comploter.
Étymologie: τέκτων.

English (Autenrieth)

(τέκτων), aor. τεκτήνατο, -αιτο: build, Il. 5.62; met., contrive, devise, Il. 10.19. (Il.)