σφυγμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> palpitation, mouvement du pouls, pulsation;<br /><b>2</b> légère secousse de tremblement de terre;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> palpitation, désir ardent, passion.<br />'''Étymologie:''' [[σφύζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> palpitation, mouvement du pouls, pulsation;<br /><b>2</b> légère secousse de tremblement de terre;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> palpitation, désir ardent, passion.<br />'''Étymologie:''' [[σφύζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφύζω]]<br />ρυθμική [[συστολή]] και [[διαστολή]] της καρδιάς που εξασφαλίζει την [[κυκλοφορία]] του αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο [[παλμός]] (α. «[[συχνός]] [[σφυγμός]]» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το ευαίσθητο [[σημείο]], η [[αδυναμία]] κάποιου («του βρήκε τον σφυγμό και τον κάνει ό,τι θέλει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] τον σφυγμό» — [[μετρώ]] τον αριθμό τών σφύξεων της καρδιάς ανά [[λεπτό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρομώδης]], παλμική [[κίνηση]] της Γης, [[δόνηση]], [[σεισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) έντονη ψυχική [[κατάσταση]] («[[οἷον]] ἐν σφυγμῷ καὶ διατάσει καὶ ὄγκῳ γενομένης τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[νοσώδης]] [[έξαψη]], [[ερεθισμός]].
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφυγμός Medium diacritics: σφυγμός Low diacritics: σφυγμός Capitals: ΣΦΥΓΜΟΣ
Transliteration A: sphygmós Transliteration B: sphygmos Transliteration C: sfygmos Beta Code: sfugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A throbbing of inflamed parts, Hp.Aph.7.21, Plu.2.581f.    2 beating of the heart, and, generally, of an artery or vein, pulsation, Hp.Loc.Hom.3, al., Arist.Spir.482b15, Resp.479b19, al., Gal.6.149, 8.453-765; τῶν σ. ἅψασθαι Id.19.207: metaph. of a vibration of the earth, οἷον σ. Arist.Mete.366b15, cf. Plu.Alex.35.    3 metaph., οἷον ἐν σ. γενομένης τῆς ψυχῆς Id.Cor.21; unhealthy excitement, Diog.Oen.57: pl., Plu.2.565d.

German (Pape)

[Seite 1052] ὁ, bei den ältesten Aerzten der heftige, gewaltsame Puls bei Entzündungen, sonst παλμός; dann übh. der Puls, auch im natürlichen Zustande; Wallung im Blute, Herzklopfen; übertr., heftige Begierde, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σφυγμός: ὁ, παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις τῶν Ἰατρικῶν συγγραφέων, ὁ τιναγμὸς τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος, ἄλλως παλμός, Ἱππ. Ἀφ. 1259, πρβλ. σφύζω· - ἀκολούθως, 2) τὸ τακτικὸν κτύπημα τῆς καρδίας, καὶ καθόλου, ἐπὶ ἀρτηρίας ἢ φλεβός, παλμός, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 4, 1, π. Ἀναπν. 20, 1, κ. ἀλλ. 3) παλμός, σεισμός τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 12, Πλουτ. Ἀλέξ 35. 4) μεταφορ., πᾶσα σφοδρὰ συγκίνησις, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφυγμός· φλεγμονή, κυρίως δὲ ὁ παλμὸς τῶν ἀρτηριῶν».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 palpitation, mouvement du pouls, pulsation;
2 légère secousse de tremblement de terre;
3 fig. palpitation, désir ardent, passion.
Étymologie: σφύζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφύζω
ρυθμική συστολή και διαστολή της καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία του αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.)
νεοελλ.
1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία κάποιου («του βρήκε τον σφυγμό και τον κάνει ό,τι θέλει»)
2. φρ. «παίρνω τον σφυγμό» — μετρώ τον αριθμό τών σφύξεων της καρδιάς ανά λεπτό
αρχ.
1. τρομώδης, παλμική κίνηση της Γης, δόνηση, σεισμός
2. μτφ. α) έντονη ψυχική κατάστασηοἷον ἐν σφυγμῷ καὶ διατάσει καὶ ὄγκῳ γενομένης τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
β) νοσώδης έξαψη, ερεθισμός.