θυηλή: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(Autenrieth) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[θύω]]): the [[part]] of the [[victim]] to be burned, [[sacrificial]] [[offering]], pl., Il. 9.220†. | |auten=([[θύω]]): the [[part]] of the [[victim]] to be burned, [[sacrificial]] [[offering]], pl., Il. 9.220†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυηλή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ θυηλαί</i><br />το καιόμενο [[μέρος]] του θύματος («ὁ δ' ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θυηλὴ [[Ἄρεος]]» — η [[προσφορά]] στον Άρη, το [[αίμα]] τών σκοτωμένων<br /><b>3.</b> [[θυσία]] («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματίστηκε [[κατά]] τα <i>ακανθ</i>-<i>ηλή</i>, <i>γαμφ</i>-<i>ηλαί</i>. Είναι αβέβαιο αν πρόκειται για μετονοματικό ή μεταρρηματικό παρ. (<span style="color: red;"><</span> [[θύος]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (θύω)
A part of a victim offered in burntsacrifice, usu. in pl., ὁ δ' ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.220, cf. Philoch.172, Nic.Fr.62, Ath.13.566a: generally, sacrifice, ἄνευ θυηλῶν Ar.Av.1520; θυηλαὶ ἀναίμακτοι AP6.324.3 (Leon. Alex.); θυσίαι καὶ θ. D.S.3.62, Porph.Abst.2.59: metaph., θυηλὴ Ἄρεος an offering to Ares, i.e. the blood of the slain, S.El.1423; ἄτης θυηλαί cj. Herm. for θύελλαι, A. Ag.819; cf. θυάλημα, θύλημα.
German (Pape)
[Seite 1222] ἡ (θύω), der Theil des Opfers, der verbrannt wird, Räucherwerk, im plur., Il. 9, 220; vgl. Ath. XIII, 565 f, wo θυηλαί neben den Opferthieren genannt werden; θυηλαὶ ἀναίμακτοι, Opfer, Leon. Al. 19 (VI, 324); VLL. erkl. ἀπαρχαί. Bei Soph. übertr., φοινία δὲ χεὶρ στάζει θυηλῆς Ἄρεος El. 1413, vom Blute des Gemordeten.
Greek (Liddell-Scott)
θυηλή: ἡ, (θύω) τὸ μέρος τοῦ θύματος, ὅπερ ἐκαίετο, ἡ πρώτη προσφορά, ὡς τὸ ἀπαρχαί, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 220, πρβλ. Φιλόχ. 172, Ἀθήν. 566Α∙ καθόλου, θυσία, ἄνευ θυηλῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1520∙ θυηλαὶ ἀναίμακτοι Ἀνθ. Π. 6. 324∙ - μεταφ, θυηλὴ Ἄρεος, προσφορὰ εἰς τὴν Ἄρη, δηλ. τὸ αἷμα τῶν πεφονευμένων, Σοφ. Ἠλ. 1423∙ οὕτως ὁ Ἕρμανν. προτείνει ἄτης θυηλαὶ (ἀντὶ θύελλαι) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 819.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 partie de la victime qu’on brûlait sur l’autel, première offrande, prémices;
2 sacrifice d’une victime ; sacrifice en gén. : θυηλὴ Ἄρεος SOPH sacrifice à Arès.
Étymologie: θύω.
English (Autenrieth)
(θύω): the part of the victim to be burned, sacrificial offering, pl., Il. 9.220†.
Greek Monolingual
θυηλή, ἡ (Α)
1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί
το καιόμενο μέρος του θύματος («ὁ δ' ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» — η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων
3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα ακανθ-ηλή, γαμφ-ηλαί. Είναι αβέβαιο αν πρόκειται για μετονοματικό ή μεταρρηματικό παρ. (< θύος ή < θύω)].