θυηλή
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ἡ, (θύω) part of a victim offered in burnt sacrifice, usually in plural, ὁ δ' ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.220, cf. Philoch.172, Nic.Fr.62, Ath.13.566a: generally, sacrifice, ἄνευ θυηλῶν Ar.Av.1520; θυηλαὶ ἀναίμακτοι AP6.324.3 (Leon. Alex.); θυσίαι καὶ θ. D.S.3.62, Porph.Abst.2.59: metaph., θυηλὴ Ἄρεος an offering to Ares, i.e. the blood of the slain, S.El.1423; ἄτης θυηλαί cj. Herm. for θύελλαι, A. Ag.819; cf. θυάλημα, θύλημα.
German (Pape)
[Seite 1222] ἡ (θύω), der Teil des Opfers, der verbrannt wird, Räucherwerk, im plur., Il. 9, 220; vgl. Ath. XIII, 565 f, wo θυηλαί neben den Opferthieren genannt werden; θυηλαὶ ἀναίμακτοι, Opfer, Leon. Al. 19 (VI, 324); VLL. erkl. ἀπαρχαί. Bei Soph. übertr., φοινία δὲ χεὶρ στάζει θυηλῆς Ἄρεος El. 1413, vom Blute des Gemordeten.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 partie de la victime qu'on brûlait sur l'autel, première offrande, prémices;
2 sacrifice d'une victime ; sacrifice en gén. : θυηλὴ Ἄρεος SOPH sacrifice à Arès.
Étymologie: θύω.
Russian (Dvoretsky)
θῠηλή: ἡ преимущ. pl. (сжигаемые) части жертвы, жертва (ἐν πυρὶ βάλλειν θυηλάς Hom.): θυῃλαὶ ἀναίμακτοι Anth. бескровные жертвы; θ. Ἄρεος Soph. жертва, приносимая Арею, т. е. человеческая кровь.
Greek (Liddell-Scott)
θυηλή: ἡ, (θύω) τὸ μέρος τοῦ θύματος, ὅπερ ἐκαίετο, ἡ πρώτη προσφορά, ὡς τὸ ἀπαρχαί, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὁ δ’ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλὰς Ἰλ. Ι. 220, πρβλ. Φιλόχ. 172, Ἀθήν. 566Α∙ καθόλου, θυσία, ἄνευ θυηλῶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1520∙ θυηλαὶ ἀναίμακτοι Ἀνθ. Π. 6. 324∙ - μεταφ, θυηλὴ Ἄρεος, προσφορὰ εἰς τὴν Ἄρη, δηλ. τὸ αἷμα τῶν πεφονευμένων, Σοφ. Ἠλ. 1423∙ οὕτως ὁ Ἕρμανν. προτείνει ἄτης θυηλαὶ (ἀντὶ θύελλαι) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 819.
English (Autenrieth)
(θύω): the part of the victim to be burned, sacrificial offering, pl., Il. 9.220†.
Greek Monolingual
θυηλή, ἡ (Α)
1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί
το καιόμενο μέρος του θύματος («ὁ δ' ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» — η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων
3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα ακανθ-ηλή, γαμφ-ηλαί. Είναι αβέβαιο αν πρόκειται για μετονοματικό ή μεταρρηματικό παρ. (< θύος ή < θύω)].
Greek Monotonic
θυηλή: ἡ (θύω), το κομμάτι του θύματος που αποτεφρώθηκε, η πρωταρχική προσφορά, κυρίως στον πληθ., σε Αριστοφ., Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., θυηλὴ Ἄρεος, προσφορά στον Άρη, δηλ. το αίμα της σφαγής, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (part of) a victim offered in burnt scrifice (Ι 220).
Other forms: -
Derivatives: Lengthened form (Chantraine Formation 186f.) θυηλήματα pl. (Thphr. Char. 10, 13; beside στέμματα).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [261] *dʰeuh₂- storm, dash ??
Etymology: Formation like γαμφηλαί [not from γόμφος s.v.], ἀ-κανθηλή (: ἄκανθα, Hdn.). Further some barytona like ἀνθήλη (: ἄνθος, ἀνθέω), δείκηλον (: δείκνυμι), τράχηλος (: τρέχω, τροχός?); θυηλή then from θύος or (less prob.) directly from θύω sacrifice. - Cf. further: 1. θυαλήματα pl. id. (Miletos Va), lengthened from *θυάλη (type ἀγκάλη: ἄγκος) or after ἄλημα, παιπάλημα? 2. θυλήματα pl. sacrificial cake (Com., Thphr.), from an λ-deriv. from θύω. A backformation θυλήματα is θυλέομαι (Porph.). - Cf. Bechtel Lex. s. θυηλή, who works with improbable ablaut variants.
Middle Liddell
θυηλή, ἡ, [θύω]
the part of the victim that was burnt, the primal offering, mostly in plural, Il., Ar.:—metaph., θυηλὴ Ἄρεος, an offering to Ares, i. e. the blood of the slain, Soph.
Frisk Etymology German
θυηλή: {thuēlḗ}
Grammar: f.
Meaning: ‘Brandopfer, Opfer(gabe)’ (poet. seit Ι 220, hell. u. späte Prosa).
Derivative: Erweiterte Form (Chantraine Formation 186f.) θυηλήματα pl. (Thphr. Char. 10, 13; neben στέμματα).
Etymology: Bildung wie γαμφηλαί (: γόμφος, α unerklärt, vgl. s. v.), ἀκανθηλή (: ἄκανθα, Hdn.). Dazu kommen einige Barytona wie ἀνθήλη (: ἄνθος, ἀνθέω), δείκηλον (: δείκνυμι), τράχηλος (: τρέχω, τροχός?); θυηλή somit entweder aus θύος erweitert oder (weniger wahrscheinlich) direkt von θύω opfern. — Ähnliche Bildungsweise zeigen: 1. θυαλήματα pl. ib. (Miletos Va), aus *θυάλη erweitert (Typus ἀγκάλη: ἄγκος) oder etwa nach ἄλημα, παιπάλημα? 2. θυλήματα pl. Opferkuchen (Kom., Thphr.), auf eine λ-Ableitung von θύω zurückgehend. Eine Rückbildung aus θυλήματα ist θυλέομαι (Porph.). — Vgl. Bechtel Lex. s. θυηλή, wo mit wenig wahrscheinlichen Ablautsvarianten operiert wird.
Page 1,691