καταισχύνω: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(Autenrieth)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[disgrace]], dishonor.
|auten=[[disgrace]], dishonor.
}}
{{Slater
|sltr=<b>καταισχῡνω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[put]] to [[shame]] ὁ μέλλων [[χρόνος]] ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ [[χρέος]] (Boeckh: καταισχύνει codd.) has made me [[ashamed]] of my [[deep]] [[obligation]] (O. 10.8)
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισχύνω Medium diacritics: καταισχύνω Low diacritics: καταισχύνω Capitals: ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΩ
Transliteration A: kataischýnō Transliteration B: kataischynō Transliteration C: kataischyno Beta Code: kataisxu/nw

English (LSJ)

fut.

   A -αισχῠνῶ Id.Th.546:—dishonour, put to shame, μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος Od.24.508; καταισχύνητέ τε δαῖτα 16.293; τὰ πρόσθε ἐργασμένα Hdt.7.53, cf. A.Supp.996, D.18.101, etc.; τὴν σὴν οὐ κ. φύσιν I put not thy nature to shame, i.e. show myself not unworthy of thee, S.El.609; κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος E.Hel.845; τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ar.Av.1451; κ. τὴν πατρίδα Id.Nu.1220; τοὺς προγόνους Pl.La.187a; ὑποσχέσεις Id.Smp.183e; τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν . . κακίαις Isoc.7.76, etc.    2 dishonour a woman, ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.1.49; also of a male, D.45.79.    3 ὁ μέλλων Χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε . . Χρέος covered me with dishonour in that my debt remained unpaid, Pi.O.10(11).8.    4 = καταχέζειν, Χαίτην Babr. 82.8.    II Med., feel shame before, θεούς S.Ph.1382, cf. OT1424: —aor. Pass., καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν Isoc.4.97: c. inf., to be ashamed to... ἰητρεύειν Hp.Art.42; καταισχυνθῆναι . . ὅπως μὴ δόξει . . to be ashamed of being thought... Th.6.13.

German (Pape)

[Seite 1351] beschämen, beschimpfen, entehren; πατέρων γένος Od. 24, 507; δαῖτα, herabwürdigen, verunzieren, 16, 293; ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος, deckte zu meiner Schmach die Schuld auf, Pind. Ol. 11, 8; πόρον Aesch. Spt. 528; ἐμέ Suppl. 974; τὴν σὴν φύσιν Soph. El. 599; Xen. An. 3, 2, 14; τὸ Τρωϊκὸν κλέος Eur. Hel. 851; τὴν πατρίδα Ar. Nubb. 1201; τοὺς προγόνους Plat. Lach. 187 a; λόγους καὶ ὑποσχέσεις, zu Schanden machen, Conv. 183 e; vgl. Polit. 268 d; τὴν παίδευσιν Isocr. 4, 152; τὸ τῆς πόλεως ὄνομα Dem. Lpt. 76; Folgde; παρθενίαν, schänden, Plut. Num. 10; vgl. Dem. 45, 79. – Med. mit aor. pass., sich schämen, scheuen, τινά, vor Einem, οὐ καταισχύνει θεούς Soph. Phil. 1368, vgl. O. R. 1424; καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν τῶν ἡμετέρων Isocr. 4, 97.

Greek (Liddell-Scott)

καταισχύνω: ἀτιμάζω, ἐντροπιάζω, μήτε καταισχύνειν πατέρων γένος, Ὀδ. Ω. 508· μὴ καταισχύνητέ τε δαῖτα, ἀκόσμως φερόμενοι, Π. 293, Τ. 12, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 546, Ἱκέτ. 996, Δημ. 260. 2, κτλ.· τὴν σὴν οὐ κατ. φύσιν, δὲν ἀτιμάζω τὴν φύσιν σου, δηλ. δὲν δεικνύομαι ἀνάξιός σου, ἀλλ’ ὁμοία σου, Σοφ. Ἠλ. 609· κ. τὸ Τρωϊκὸν κλέος Εὐρ. Ἑλ. 845· τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1451. κ. τὴν πατρίδα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1220· τοὺς προγόνους Πλάτ. Λάχ. 187Α· ὑποσχέσεις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Ε· τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν… κακίαις Ἰσοκρ. 155C, κτλ. 2) ἀτιμάζω γυναῖκα, διακορεύω, φθείρω, Λυσ. 96. 15, πρβλ. Δημ. 1125. 12· τὴν παρθενίαν Πλουτ. Νομ. 10. 3) ἐμόν καταίσχυνε… χρέος, μὲ κατῂσχυνε διότι τὸ χρέος μου ἔμεινεν ἀπλήρωτον, Πινδ. Ο. 10 (11) 10. ΙΙ. Μέσ., αἰσθάνομαι αἰδῶ, ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς Σοφ. Φιλ. 1382, πρβλ. Ο. Τ. 1424· οὕτως ἐν τῷ Παθ. ἀορ., καταισχυθέντες τὴν ἀρετήν αὐτῶν Ἰσοκρ. 60Ε· μετ’ ἀπαρ., ἐντρέπομαι νὰ…, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μὴ καταισχυνθῆναι…, ὅπως μὴ δόξει…, νὰ μὴ ἐντραπῇ ἐκ φόβου μήπως φανῇ ἢ νομισθῇ δειλός…, Θουκ. 6. 13· «καταισχύνειν ἀντὶ τοῦ καταχέζειν» Βαβρ. 82, 8.

French (Bailly abrégé)

f. καταισχυνῶ, ao. κατῄσχυνα;
1 déshonorer, souiller;
2 particul. déshonorer ou violer une femme, un enfant, etc.
Moy. καταισχύνομαι (ao. Pass. κατῃσχύνθην) éprouver un sentiment de crainte ou de respect devant, acc..
Étymologie: κατά, αἰσχύνω.

English (Autenrieth)

disgrace, dishonor.

English (Slater)

καταισχῡνω
   1 put to shame ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος (Boeckh: καταισχύνει codd.) has made me ashamed of my deep obligation (O. 10.8)