Χάρυβδις: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(Autenrieth) |
(6) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[Charybdis]], the [[whirlpool]] [[opposite]] [[Scylla]], Od. 12.104, , 23, Od. 23.327. | |auten=[[Charybdis]], the [[whirlpool]] [[opposite]] [[Scylla]], Od. 12.104, , 23, Od. 23.327. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Χάρυβδις:''' [ᾰ], -εως, Ιων. <i>-ιος</i>, ἡ, [[Χάρυβδις]],<br /><b class="num">1.</b> επικίνδυνη θαλάσσια [[δίνη]] στην [[ακτή]] της Σικελίας, [[απέναντι]] από τον ιταλικό βράχο [[Σκύλλα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, θαλάσσια [[δίνη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., λέγεται για αρπακτικό άνθρωπο, Λατ. [[barathrum]], [[Χάρυβδις]] ἁρπαγῆς, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1340] ἡ (s. nom. pr.), übh. Strudel, Schlund, Eur. Suppl. 516; auch übertr., ein gefräßiger, raubgieriger Mensch, Ar. Equ. 248.
Greek (Liddell-Scott)
Χάρυβδις: -εως, Ἰων. ιος, ἐπικίνδυνος θαλασσία δίνη κατὰ τὴν βορείαν ἀκτὴν τῆς Σικελίας ἀπέναντι τῆς κρημνώδους πέτρας τῆς Σκύλλης, Ὀδ. Μ. 101 κἑξ., Εὐρ. Τρῳ. 426, Θουκ. 4. 24, Στράβ. 268. 2) καθόλου, δίνη, Σιμωνίδ. 46, Εὐρ. Ἱκ. 500, πρβλ. Στράβ. 275. 3) μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου ἅρπαγος, χ. ἁρπαγῆς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 248· πρβλ. ποντοχάρυβδις. (Ἡ ἐτυμολογία εἶναι ἀμφίβολος). - Καθ’ Ἡσύχ.: χάρυβδις· χάσμα θαλάσσης, ἢ καταιγίς», - «χάρυβδις ὠμόβροτος· ἡ ἀναπενομένη θάλασα».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 Charybde, monstre marin qui attirait et engloutissait les vaisseaux, dans le détroit de Messine;
2 gouffre, abîme en gén.
English (Autenrieth)
Charybdis, the whirlpool opposite Scylla, Od. 12.104, , 23, Od. 23.327.
Greek Monotonic
Χάρυβδις: [ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ, Χάρυβδις,
1. επικίνδυνη θαλάσσια δίνη στην ακτή της Σικελίας, απέναντι από τον ιταλικό βράχο Σκύλλα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.
2. γενικά, θαλάσσια δίνη, σε Ευρ.
3. μεταφ., λέγεται για αρπακτικό άνθρωπο, Λατ. barathrum, Χάρυβδις ἁρπαγῆς, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).