σμῶδιξ: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(Autenrieth)
(38)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ιγγος: [[bloody]] wale, [[weal]], Il. 2.267 and Il. 23.716.
|auten=ιγγος: [[bloody]] wale, [[weal]], Il. 2.267 and Il. 23.716.
}}
{{grml
|mltxt=-ώδιγγος, ἡ, Α<br />[[πρήξιμο]] που προξενείται από [[χτύπημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[καθαρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σμώ</i>-<i>χώ</i>), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού <i>σμω</i>-<i>δ</i>(<i>ο</i>)- με το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, -<i>ιγγος</i>, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>κύστ</i>-<i>ιγξ</i>, <i>μῆν</i>-<i>ιγξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῶδιξ Medium diacritics: σμῶδιξ Low diacritics: σμώδιξ Capitals: ΣΜΩΔΙΞ
Transliteration A: smō̂dix Transliteration B: smōdix Transliteration C: smodiks Beta Code: smw=dic

English (LSJ)

ιγγος, ἡ,

   A weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.

German (Pape)

[Seite 912] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tumeur provenant d’une contusion, contusion.
Étymologie: DELG cf. σμώχω, σμήω.

English (Autenrieth)

ιγγος: bloody wale, weal, Il. 2.267 and Il. 23.716.

Greek Monolingual

-ώδιγγος, ἡ, Α
πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώ-χώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού σμω-δ(ο)- με το εκφραστικό επίθημα -ιξ, -ιγγος, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (πρβλ. κύστ-ιγξ, μῆν-ιγξ)].