μήνη: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(Autenrieth)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[moon]], Il. 23.455 and Il. 19.374.
|auten=[[moon]], Il. 23.455 and Il. 19.374.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μήνη]] και [[μάνη]])<br />η [[σελήνη]], [[ιδίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, [[καθώς]] και το γεωμετρικό δρεπανοειδές [[σχήμα]] που παίρνει αυτή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] αυτών τών ημερών, αλλ. [[μηνίσκος]] («τοῡ δ' [[ἀπάνευθε]] [[σέλας]] γένετ' [[ἠύτε]] μήνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος [[βούλλα]] στο [[μέτωπο]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[οχύρωμα]] που έχει μηνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[σχηματισμός]] που στο [[μικροσκόπιο]] έχει την [[εμφάνιση]] ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήνη</i><br />[[προσωνυμία]] θεάς<br /><b>2.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>.
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήνη Medium diacritics: μήνη Low diacritics: μήνη Capitals: ΜΗΝΗ
Transliteration A: mḗnē Transliteration B: mēnē Transliteration C: mini Beta Code: mh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A moon, Il.19.374, Emp.42.3, A.Pr.797, E.Fr.1009: rare in Prose, Pythag. ap. Iamb.Protr.21.ιζ'; as a goddess, h.Hom.32.1, Pi.O.3.20.    II f.l. in Ar.Av.1115; cf. μείς 1.3 b.    III Alch., silver, Ps.-Democr.p.48 B.

German (Pape)

[Seite 174] ἡ, der Mond; σέλας ἠΰτε μήνης, Il. 19, 374. 23, 455; Pind. Ol. 3, 21, personificirt; ἡ νυκτερὸς μήνη, Aesch. Prom. 799; Hermesian. bei Ath. XIII, 597 v. 15. – Bei Ar. Av. 1115 = μηνίσκος 2).

Greek (Liddell-Scott)

μήνη: ἡ, σελήνη, Ἰλ. Τ. 374, Αἰσχύλ. Πρ. 797, Εὐρ. Ἀποσπ. 997· ὡσαύτως ὡς θεά, Ὁμ. Ὕμν. 32, Πινδ. Ο. 3. 36. ΙΙ. = μηνίσκος ΙΙ, 1, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1115. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μήν).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la lune.
Étymologie: R. Ma, mesurer ; cf. μήν².

English (Autenrieth)

moon, Il. 23.455 and Il. 19.374.

Greek Monolingual

η (Α μήνη και μάνη)
η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ' ἀπάνευθε σέλας γένετ' ἠύτε μήνης», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος βούλλα στο μέτωπο τών αλόγων
2. στρατιωτικό οχύρωμα που έχει μηνοειδές σχήμα
3. ιατρ. σχηματισμός που στο μικροσκόπιο έχει την εμφάνιση ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας
αρχ.
1. ως κύριο όν. Μήνη
προσωνυμία θεάς
2. (στην αλχημεία) άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», κατά τα θηλ. σε -η.