τρεῖς: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(Autenrieth)
(sl1)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[three]].
|auten=[[three]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>τρεῑς</b> ([[τρεῖς]], τρᾰῶν, [[τρεῖς]]; τρᾰα nom., acc.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[three]] [[μετὰ]] τριῶν τέταρτον πόνον (“ob drei πόνοι gemeint sind oder drei andere Büßer, ergibt sich aus [[den]] Worten nicht,” Wil.) (O. 1.60) [[τρεῖς]] τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (O. 1.79) πύργον ἐσαλλόμενοι [[τρεῖς]] (sc. δράκοντες) (O. 8.38) [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.38) θύγατρες αἱ [[τρεῖς]] (sc. Κάδμου) (P. 3.98) Ζηνὸς υἱοὶ [[τρεῖς]] (P. 4.171) [[πεντάκις]] [[Ἰσθμοῖ]] στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ [[τρεῖς]] (Hermann: [[τρίς]] codd.: sc. στεφανώσεις, Schr.) (N. 6.20) [[ἐπεί]] οἱ [[τρεῖς]] ἀεθλοφόροι πρὸς [[ἄκρον]] ἀρετᾶς [[ἦλθον]] (N. 6.23) εὐώνυμον ἐς δίκαν [[τρία]] ἔπεα διαρκέσει (cf. Demosth., 19. 209) (N. 7.48) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου [[τρεῖς]] ἀπ' Ἰσθμοῦ (I. 6.61) [[εἴπερ]] τριῶν [[Ἰσθμοῖ]], Νεμέᾳ δὲ δυ [οῖν fr. 6a. h. [[τρία]] [[κρᾶτα]] fr. 8.] αν [[τρεῖς]] [(referring to the [[three]] lamentations, vv. 6—9) Θρ. 3.. [[πέφνε]] δὲ [[τρεῖς]] καὶ δέκ' ἄνδρας· τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135.] ον ἷκε συγγόνους [[τρεῖς]] π [fr. 140a. 71 (45).
}}
}}

Revision as of 12:22, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεῖς Medium diacritics: τρεῖς Low diacritics: τρεις Capitals: ΤΡΕΙΣ
Transliteration A: treîs Transliteration B: treis Transliteration C: treis Beta Code: trei=s

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τρία, τά: gen. τριῶν: dat. τρισί, also

   A τριοῖσι Hippon. 51, and τρίεσσι Delph.3(5).80.21 (iv B. C.); Aeol. τρίσσι Inscr.Perg. 245 B18 (Pitana): acc. τρεῖς (written τρες IG12.24.16, 44.15, 188.37, 1085, al.), τρία: Dor. nom. τρέες Leg.Gort.9.48; τρῆς IG12(3).1640 (Thera); τρῖς SIG236A10 (Delph., iv B. C.), Tab.Heracl.1.23; acc. τρίινς Leg.Gort.5.54, al. (for Τρίνς, lengthd. to correspond with the other cases); τρῖς IG12.838,839 (vi B. C.), SIG239 D ii 28 (Delph., iv B. C.), Berl.Sitzb.1927.158 (Cyrene):—three, Il.15.187, etc.; τρία ἔπεα three words, prov. in Pi.N.7.48,—for from the earliest times three was a sacred and lucky number, esp. with the Pythagoreans (cf. τριάς), Arist.Cael.268a11; so τῶν τριῶν μίαν λαβεῖν εὔσοιαν S.Fr.122; εἰ καὶ τῶν τριῶν ἓν οἴσομαι ib.908; cf. σωτήρ 1.2:—διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι I am thrice, i. e. utterly, undone, E.Or.434 (cf. τριάζω) ; ἡ διὰ τριῶν ἀγωγή the 'trivium', Simp. in Ph.1171.34; ἵνα δήσῃ τρία τρία by threes, POxy.121.19 (iii A. D.). (I.-E. stem tr[icaron]-, fuller form trey-, nom. tréy-es (Skt. tráyas, Lat. tres), whence τρέες, contr. τρῆς and τρεῖς (written τρες IG12.295.11); acc. tri-ns (Goth. prins, Skt. tr[imacracute]n), whence τρῖς and τρίινς; in Gr. the nom. τρεῖς functions as acc. (as in Att.), or the acc. τρῖς as nom. (ll. cc.).)

Greek (Liddell-Scott)

τρεῖς: οἱ, αἱ, τρία, τά˙ γεν. τριῶν˙ δοτ. τρισί, καὶ ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 8. τριοῖσι (ὡς δυοῖσι Ἰωνικ. ἀντὶ δυσί)˙ αἰτ. τρεῖς, τρία˙ περὶ τῆς ποικιλίας τῆς κλίσεως ἐν τοῖς συνθέτοις ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 108. Τρεῖς, Ὅμηρ., κλπ., τρία ἔπη, παροιμία παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 71, ἔνθα ἴδε Σχολιαστάς,- διότι ἐξ ἀρχαιοτάτων χρόνων ὁ ἀριθμὸς τρία ἦτο ἱερὸς καὶ εὐοίωνος, μάλιστα παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις (πρβλ. τριάς), Ἀριστ. π. Οὐραν. 1. 1, 2˙ οὕτω, τῶν τριῶν μίαν λαβεῖν εὔσοιαν Σοφ. Ἀποσπ. 124˙ εἰ καὶ τῶν τριῶν ἓν οἴσομαι αὐτόθι 754, πρβλ. σωτὴρ Ι. 2, καὶ ἴδε Πίνακ. Κωμικ. Ἀποσπ. σ. 1062˙- περὶ τῆς φράσεως διὰ τριῶν, ἴδε τριάζω˙ πρβλ. ὡσαύτως τριτόσπονδος. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΙ παράγονται ὡταύτως τὰ τρίς, τρισσός˙ πρβλ. Σανσκρ. tri, tra-yas (tres), tris, (ter)˙ Λατ. tres, tria, terϏ Σλαυ. tri, tri-jeϏ Λιθ. trýs (τρεῖς)˙ Ἀρχ. Ἰρλανδ. tri (tres)˙ - Ζενδ. thri (tres)˙- Γοτθ. thri, threis, οὐδ. thrijaϏ Ἀρχ. Σκανδ. drir˙Ϗ Ἀγγλο-Σαξον. drî˙ Ἀρχ. Γερμαν. drî (drei)˙ - πρὸς τὸ τρίτος (Αἰολ. τέρτος) πρβλ. Σανσκρ. trĭtiyas, Λατ. tertius, Σλαυ. tretii, Λιθ. tréczas, Ἀρχ. Ἰρλ. tris˙Ϗ Ζενδ. thritya, Γοτθ. thridja, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

τρεῖς, τρία;
gén. τριῶν, dat. τρισί;
numéral trois.
Étym. lat. tres, tria, etc.

English (Autenrieth)

three.

English (Slater)

τρεῑς (τρεῖς, τρᾰῶν, τρεῖς; τρᾰα nom., acc.)
   1three μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (“ob drei πόνοι gemeint sind oder drei andere Büßer, ergibt sich aus den Worten nicht,” Wil.) (O. 1.60) τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (O. 1.79) πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς (sc. δράκοντες) (O. 8.38) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.38) θύγατρες αἱ τρεῖς (sc. Κάδμου) (P. 3.98) Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς (P. 4.171) πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς (Hermann: τρίς codd.: sc. στεφανώσεις, Schr.) (N. 6.20) ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον (N. 6.23) εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (cf. Demosth., 19. 209) (N. 7.48) ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ (I. 6.61) εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ, Νεμέᾳ δὲ δυ [οῖν fr. 6a. h. τρία κρᾶτα fr. 8.] αν τρεῖς [(referring to the three lamentations, vv. 6—9) Θρ. 3.. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας· τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135.] ον ἷκε συγγόνους τρεῖς π [fr. 140a. 71 (45).