πεδίον: Difference between revisions
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[πέδον]]): [[plain]]; the freq. gen. πεδίοιο [[with]] verbs of [[motion]] is [[local]], on, [[over]], or [[through]] the [[plain]]. | |auten=([[πέδον]]): [[plain]]; the freq. gen. πεδίοιο [[with]] verbs of [[motion]] is [[local]], on, [[over]], or [[through]] the [[plain]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 17 August 2017
English (LSJ)
τό, (πέδον)
A plain, in Hom. mostly sg., Il.5.222, al. : in pl., 12.283, Hes.Op.388, etc. ; ἐν πεδίῳ on a fertile plain, opp. ἐν πέτραις, Men.719. b metaph., of the sea, δελφινοφόρον πεδίον πόντου A.Fr. 150 ; πόντου π. Αἰγαῖον Ion Trag.60 ; π. πλόϊμα Tim.Pers.89. 2 freq. with gen. or adj. of particular plains (mostly in sg.), πεδίον Αἰσώπου A.Ag.297 ; τὸ Τροίας π. S.Ph.1435 (but τὰ Τ. π. 1376) ; τὸ Θήβης π. Id.OC1312 ; Καϋστρίων π. Ar.Ach.68 ; τὸ Κιρραῖον π. Aeschin.3.107 ; τὰ Θετταλικὰ π. Pl.Plt.264c ; τὸ Ἄρειον π., = Lat. Campus Martius, D.H.7.59. b esp. the plain of Attica, IG12.842C7, Hdt. 1.59, Th. 2.55, Is.5.22. 3 ἱππέας εἰς π. προκαλεῖσθαι, prov. of challenging persons to do that in which they excel, Pl.Tht.183d, cf. Men. 268. II part of the foot next the toes, metatarsus, Gal.UP3.5, al., Poll.2.197. III pudenda muliebria, Ar.Lys.88.
German (Pape)
[Seite 541] τό (πέδον), Ebene, Fläche; Hom. oft, von der Ebene um Troja, auf welcher gekämpft wird, u. von anderen Ebenen; ποταμος πεδίονδε κάτεισιν, Il. 11, 492; λωτεῦντα, 12, 283; auch von Saat- u. Ackerfeld, Hes. auch plur., O. 390; Pind. oft, κελαινεφέων πεδίων δεσπ όταν, P. 4, 52, von Kyrene; Tragg. oft, auch zur Umschreibung dienend, τὸ Θήβης πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν, Soph. O. C. 1314, d. i. Theben, wie τὰ Τροίας πεδία πορθῆσαι Phil. 908; Ar., der es Lys. 88 für die weibliche Scham braucht. In Prosa überall, ἐκ τῶν ὑψηλῶν εἰς τὰ πεδίμ καταβαίνειν, Plat. Legg. III, 678 c. – Die Knochen hinter den Fußzehen, Poll. 2, 197.
Greek (Liddell-Scott)
πεδίον: τό, (πέδον) πεδιάς, καὶ περιληπτικῶς πεδινὴ χώρα, ἀνοικτή, ἐπί τε καλλιεργημένου τόπου καὶ ἐπὶ πεδίου μάχης, Ὅμ., Ἡσ. κλ.· Παρ’Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ.· ἀλλὰ πληθ. εν. Ἰλ. Μ. 283, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, καθὼς συνἠθως παρὰ τοῖς Ἀττ. παρὰ Τραγ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, δελφινοφόρον πόντου πεδίον Αἰσχύλ. Ἁποσπ. 150· πόντου π. Αἰγαῖον Ἴων παρὰ τῷ Σχολιαστ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 209· πρβλ. περίρρυτος 2. 2) παρ’ Ἀττικοῖς τὸ ἑνικὸν εἶναι ἐν χρήσει ἐπί τινος ἰδιαιτέρας πεδιάδος (πρβλ. πέδον 2), πεδίον Ἀσωποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 297· τὸ Τροίας π. Σοφ. Φιλ. 1435, (ἀλλά, τὰ Τροίας π., αὐτόθι 1376)· τὸ Θήβης π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1321· Καΰστριον π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 68· τὸ Κιρραῖον π., ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 68, 36· τὰ Θετταλικὰ π. Πλάτ. Πολιτ. 264C· τὸ Ἄρειον π., τὸ Campus Martius, Διον. Ἁλ. 7. 57· - ἰδίως ἡ πεδιὰς τῆς Ἀττικῆς (ἴδε πεδιακός), Ἡρόδ. 1. 59, Θουκ. 2, 55, Ἰσαῖ. 53. 5· ἐν πεδίῳ, ἐπὶ εὐφόρου πεδιάδος, ἀντίθετον τῷ ἐν πέτραις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 95. 3) ἱππέας εἰς πεδίον προκαλεῖσθαι «ἐπὶ τῶν τοὺς ἔν τισι βελτίους καὶ ἐπιστημονικωτέρους αὐτῶν εἰς ἔριν προκαλουμένων» (Σχολ.), Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ ποδὸς τὸ ἀμέσως πρὸ τῶν δακτύλων, «μέρη δὲ ποδὸς τὸ μὲν ἄνω πρὸ τῶν δακτύλων πεδίον ἢ ὄρος ἢ πολυόστεον, ἐξ’ ὀστῶν καὶ νεύρων συγκείμενον» Πολυδ. Β΄, 197, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 88. - Πρβλ. πέδον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 plaine, particul. en parl. de la plaine de l’Attique;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: πέδον.
English (Autenrieth)
(πέδον): plain; the freq. gen. πεδίοιο with verbs of motion is local, on, over, or through the plain.