ἐπιχθόνιος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[χθών]]): [[upon]] the [[earth]], [[earthly]], epith. of men, mortals, as opp. to gods; subst., dwellers [[upon]] [[earth]], Il. 24.220, Od. 17.115.
|auten=([[χθών]]): [[upon]] the [[earth]], [[earthly]], epith. of men, mortals, as opp. to gods; subst., dwellers [[upon]] [[earth]], Il. 24.220, Od. 17.115.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐπιχθόνιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mortal]] ἐπιχθόνιον [[γένος]] [[ἀνδρῶν]] (-ίων v. l.) fr. 213. 3. pro subs., περὶ θνατῶν δ' [[ἔσεσθαι]] μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις κρατεῖν (O. 7.51) [[σύμβολον]] δ' οὔ πώ [[τις]] ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν (O. 12.7) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον [[ὄμμα]] (N. 10.62) Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.23)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἐπιχθόνιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mortal]] ἐπιχθόνιον [[γένος]] [[ἀνδρῶν]] (-ίων v. l.) fr. 213. 3. pro subs., περὶ θνατῶν δ' [[ἔσεσθαι]] μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις κρατεῖν (O. 7.51) [[σύμβολον]] δ' οὔ πώ [[τις]] ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν (O. 12.7) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον [[ὄμμα]] (N. 10.62) Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.23)
|sltr=[[ἐπιχθόνιος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mortal]] ἐπιχθόνιον [[γένος]] [[ἀνδρῶν]] (-ίων v. l.) fr. 213. 3. pro subs., περὶ θνατῶν δ' [[ἔσεσθαι]] μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις κρατεῖν (O. 7.51) [[σύμβολον]] δ' οὔ πώ [[τις]] ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν (O. 12.7) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον [[ὄμμα]] (N. 10.62) Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.23)
}}
}}

Revision as of 14:03, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχθόνιος Medium diacritics: ἐπιχθόνιος Low diacritics: επιχθόνιος Capitals: ΕΠΙΧΘΟΝΙΟΣ
Transliteration A: epichthónios Transliteration B: epichthonios Transliteration C: epichthonios Beta Code: e)pixqo/nios

English (LSJ)

ον, Ep. Adj., (χθών)

   A upon the earth, earthly, freq. in Hom., as epith. of ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοί, Od.8.479, Il.1.266,272 : abs., ἐπιχθόνιοι earthly ones, men on earth (cf. χαμαί), opp. ἐπουράνιοι θεοί, 24.220, cf. Pi.O.6.50, B.4.15, etc.; so ἐ. γένος ἀνδρῶν Pi.Fr. 213.3 ; ἐ. δαίμονες who haunt the earth, Hes.Op.123.    2 in pl., natives of a country, D.P.459,1093.    3 terrestrial, opp. marine, ἑρπετόν Opp.H.2.425.

German (Pape)

[Seite 1004] auf der Erde, irdisch, ἄνθρωποι Od. 8, 479; ἄνδρες Il. 1, 266; ohne Zusatz, οἱ ἐπιχθόνιοι, die Irdischen, die Menschen, im Ggstz der ἐπουράνιοι θεοί. Bei Hes. O. 122 δαίμονες, die Schutzgeister der Menschen auf der Erde; Pind. oft von den Menschen; auch sp. D.; = αὐτόχθων, D. Per. 1093. – Bei Sp. auch 3 Endgn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχθόνιος: -ον, καὶ βραδύτερον α, ον· (χθών): - Ἐπικ. ἐπίθ., ἐπὶ τῆς γῆς, γήϊνος, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τῶν θνητῶν, ἄνθρωποι, ἄνδρες, βροτοὶ Ὀδ. Θ. 479, Ἰλ. Α. 266, 272· καὶ ἀπολ., ἐπιχθόνιοι, γήϊνοι, ἄνθρωποι ἐπίγειοι (πρβλ. χαμαί), ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐπουράνιοι θεοὶ Ω. 220· οὕτως, ἐπ. γένος ἀνθρώπων Πινδ. Ἀποσπ. 232. 3: ― ἐπ. δαίμονες, οἱ θαμίζοντες εἰς τὴν γῆν, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 122, Βακχυλ. 4. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ζῶν εἰς τὰ μεσόγαια μέρη, Διον. Περιηγ. 459, 1093.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
qui vit sur la terre ; οἱ ἐπιχθόνιοι IL les habitants de la terre, les hommes.
Étymologie: ἐπί, χθών.

English (Autenrieth)

(χθών): upon the earth, earthly, epith. of men, mortals, as opp. to gods; subst., dwellers upon earth, Il. 24.220, Od. 17.115.

English (Slater)

ἐπιχθόνιος
   1 mortal ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (-ίων v. l.) fr. 213. 3. pro subs., περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις κρατεῖν (O. 7.51) σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν (O. 12.7) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.62) Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.23)

English (Slater)

ἐπιχθόνιος
   1 mortal ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (-ίων v. l.) fr. 213. 3. pro subs., περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις κρατεῖν (O. 7.51) σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν (O. 12.7) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.62) Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων (I. 8.23)