καίπερ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />quoique, avec part. : [[καίπερ]] πολλὰ παθόντα OD bien qu’ayant beaucoup souffert ; λέγεις ἀληθή, [[καίπερ]] [[ἐκ]] μακροῦ χρόνου (<i>s.e.</i> λέγων) SOPH tu dis la vérité, bien que ce que tu dis date de loin ; <i>avec tmèse</i> : καὶ ἀχνύμενός περ IL bien qu’affligé.<br />'''Étymologie:''' [[καί]], περ.
|btext=<i>adv.</i><br />quoique, avec part. : [[καίπερ]] πολλὰ παθόντα OD bien qu’ayant beaucoup souffert ; λέγεις ἀληθή, [[καίπερ]] [[ἐκ]] μακροῦ χρόνου (<i>s.e.</i> λέγων) SOPH tu dis la vérité, bien que ce que tu dis date de loin ; <i>avec tmèse</i> : καὶ ἀχνύμενός περ IL bien qu’affligé.<br />'''Étymologie:''' [[καί]], περ.
}}
{{Slater
|sltr=[[καίπερ]] (καί περ fr. 194. 4.) concessive [[particle]]. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> c. [[part]]. [[ἀλλά]] τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον [[ἤτοι]] φύσιν ἀθανάτοις, [[καίπερ]] ἐφαμερίαν [[οὐκ]] εἰδότες οὐδὲ [[μετὰ]] νύκτας [[ἄμμε]] [[πότμος]] ἅντιν' ἔγραψε [[δραμεῖν]] [[ποτὶ]] στάθμαν (N. 6.6) τῶ καὶ [[ἐγώ]], [[καίπερ]] ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (I. 8.5) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν [[ὅμως]] Θήβαν [[ἔτι]] [[μᾶλλον]] ἐπασκήσει fr. 194. 4. [[part]]. supp., δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ [[τρωγάλιον]] [[καίπερ]] πεδ' ἄφθονον βοράν (Boeckh: καὶ περι codd.) fr. 124c. [<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> c. ind. [[ἔμπα]], [[καίπερ]] [[ἔχει]] βαθεῖα ποντιὰς [[ἅλμα]] μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (καἴπερ coni. Christ) (N. 4.36) ]
}}
{{Slater
|sltr=[[καίπερ]] (καί περ fr. 194. 4.) concessive [[particle]]. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> c. [[part]]. [[ἀλλά]] τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον [[ἤτοι]] φύσιν ἀθανάτοις, [[καίπερ]] ἐφαμερίαν [[οὐκ]] εἰδότες οὐδὲ [[μετὰ]] νύκτας [[ἄμμε]] [[πότμος]] ἅντιν' ἔγραψε [[δραμεῖν]] [[ποτὶ]] στάθμαν (N. 6.6) τῶ καὶ [[ἐγώ]], [[καίπερ]] ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (I. 8.5) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν [[ὅμως]] Θήβαν [[ἔτι]] [[μᾶλλον]] ἐπασκήσει fr. 194. 4. [[part]]. supp., δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ [[τρωγάλιον]] [[καίπερ]] πεδ' ἄφθονον βοράν (Boeckh: καὶ περι codd.) fr. 124c. [<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> c. ind. [[ἔμπα]], [[καίπερ]] [[ἔχει]] βαθεῖα ποντιὰς [[ἅλμα]] μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (καἴπερ coni. Christ) (N. 4.36) ]
}}
}}

Revision as of 14:13, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καίπερ Medium diacritics: καίπερ Low diacritics: καίπερ Capitals: ΚΑΙΠΕΡ
Transliteration A: kaíper Transliteration B: kaiper Transliteration C: kaiper Beta Code: kai/per

English (LSJ)

in Hom. always with a word between (exc.

   A καί περ πολλὰ παθόντα Od.7.224); but one word in Pi. and Prose, and usu. in Trag.    I even, καὶ αὐτοί περ πονεώμεθα Il.10.70.    II although, albeit, usu. c. part., καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ 1.577; καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου 8.125; καὶ πρίν περ θυμῷ μεμαώς 5.135; καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Od.17.555: so in later Poets, κ. ἀχνύμενος Pi.I.8(7).4, cf. N.6.6; καὶ θοῦρός περ ὤν A.Fr.199.2; κ. αὐθάδη φρονῶν Id.Pr.907; κ. οὐ στέργων ὅμως Id.Th.712; κ. οὐ δύσοργος ὤν S.Ph.377: preceded by ὅμως, Pl. R.495d: the part. must freq. be supplied, καὶ θεός περ [ὤν] A.Ag. 1203; γιγνώσκω σαφῶς, κ. σκοτεινὸς [ὤν], τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως S.OT 1326; also εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ [ἐρυόμενος], . . ἐρύεσθαι Il.9.247; ἐπιμνησαίμεθα Χάρμης, καὶ πρὸς δαίμονά περ [μαχούμενοι] 17.104; λέγεις ἀληθῆ, κ. ἐκ μακροῦ Χρόνου [λέγων] S.OT1141; ἀλλ' ἔστιν ὧν δεῖ, κ. οὐ πολλῶν ἄπο, = καίπερ οὐ πολλῶν ὄντων, Id.Ph.647: with finite Verbs only as dub. l., κ. ἔχει (leg. καἴπερ) Pi.N.4.36; κ. (leg. καίτοι) ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Pl.Smp.219c.

German (Pape)

[Seite 1296] (vgl. πέρ), obwohl, obgleich; gew. mit dem partic. vrbdn; Hom. ungetrennt nur Od. 7, 224 καίπερ πολλὰ παθόντα; sonst wie auch bei andern Dichtern durch das hervorzuhebende Wort getrennt, τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε, Il. 16, 617. 620 u. öfter; c. partic. auch Pind. N. 6, 6 I. 7, 5; πείθου γυναιξὶ καίπερ οὐ στέργων ὅμως Aesch. Spt. 694; καίπερ οὐ δύσοργος ὤν Soph. Phil. 377; καίπερ τηλικοῦτος ὤν Plat. Prot. 318 b; selten bei einem bloßen adj., wo man ein partic. ergänzen kann, καὶ ἀθάνατός περ Od. 5, 73; Ζεύς, καίπερ αὐθάδης φρενῶν, ἔσται ταπεινός Aesch. Prom. 909; γιγνώσκω σαφῶς, καίπερ σκοτεινός, τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως Soph. O. R. 1326.

Greek (Liddell-Scott)

καίπερ: ἢ διῃρ. καί περ, ἂν καί παρ’ Ὁμ. ἀείποτε παρεντίθεται μεταξὺ τοῦ καὶ καὶ τοῦ περ ἑτέρα λέξις (πλὴν ἐν τῷ καί περ πολλὰ παθόντα Ὀδ. Η. 224), ἐνῷ παρὰ Πινδ. ἀείποτε, παρὰ δ’ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ παρὰ πεζολόγοις ἀείποτε ἀποτελεῖ μίαν λέξιν: - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., ὡς, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Ἰλ. Α. 577˙ καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου Θ. 125˙ καὶ πρίν περ θυμῷ˙ μεμαὼς Ε. 135˙ καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα Ι. 627˙ καὶ ἰφθίμῳ περ ἐόντι Μ. 410˙ καὶ πολλά περ ἀθλήσαντι Ο. 30˙ καὶ κρατερός περ ἐὼν αὐτόθι 195˙ καὶ ὀρχηστὴν περ ἐόντα Π. 617˙ καὶ νέκυός περ ἐόντος Ω. 423˙ καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Ὀδ. Ρ. 555˙ οὕτω μετὰ μετοχ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, καίπερ ἀχνύμενος Πινδ. Ι. 8. (7). 9, πρβλ. Ν. 6. 10˙ καὶ θοῦρός περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 2. καίπερ αὐθάδη φρονῶν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 907˙ καίπερ οὐ στέργων ὅμως ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 712˙ καίπερ οὐ δύσοργος ὤν Σοφ. Φιλ. 377, κτλ.˙ - συχνάκις ἡ μετοχὴ ἐξυπακούεται, καὶ αὐτοί περ ὄντες πονεώμεθα Ἰλ. Κ. 70˙ καὶ θεός περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176˙ γινώσκω σαφῶς, καίπερ σκοτεινὸς ὤν, τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως Σοφ. Ο. Τ. 1326˙ ἀλλ’ ὡσαύτως μετά τινος διαφορᾶς, εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ ἐρυόμενος…, ἐρύεσθαι Ἰλ. Ι. 247˙ ἐπιμνησαίμεθα χάρμης καὶ πρὸς δαίμονά περ μαχούμενοι Ρ. 104˙ λέγεις ἀληθῆ, καίπερ ἐκ μακροῦ χρόνου λέγων Σοφ. Ο. Τ. 1141˙ ἀλλ’ ἔστιν ὧν δεῖ, καίπερ οὐ πολλῶν ἄπο, = καίπερ οὐ πολλῶν ὄντων, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 647˙ - σπανίως μετὰ ῥήματος, καίπερ ἔχει (Bgk. κεἴπερ) Πινδ. Ν. 4. 58˙ καίπερ ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Πλάτ. Συμπ. 219C: - παρ’ Ἀττ. ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει συχνάκις τίθεται τὸ ὅμως, ἴδε Αἰσχύλ. καὶ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐνίοτε δὲ καὶ προηγεῖται, Stallb. Πλάτ. εἰς Πολ. 495D.

French (Bailly abrégé)

adv.
quoique, avec part. : καίπερ πολλὰ παθόντα OD bien qu’ayant beaucoup souffert ; λέγεις ἀληθή, καίπερ ἐκ μακροῦ χρόνου (s.e. λέγων) SOPH tu dis la vérité, bien que ce que tu dis date de loin ; avec tmèse : καὶ ἀχνύμενός περ IL bien qu’affligé.
Étymologie: καί, περ.