ἀοίδιμος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(SL_1) |
(big3_5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰοίδιμος, -ον</b> <br /> <b>a</b> of [[song]] ἐγὼ [[τόδε]] [[τοι]] [[πέμπω]] μεμιγμένον [[μέλι]] λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79) ἐν ζαθέῳ με [[δέξαι]] χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (ἀοιδίμων Π̆{S}.) (Pae. 6.6) <br /> <b>b</b> [[renowned]] in [[song]] ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομένου (O. 14.3) γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι κλειναὶ [[Ἀθᾶναι]] fr. 76. 1. | |sltr=<b>ᾰοίδιμος, -ον</b> <br /> <b>a</b> of [[song]] ἐγὼ [[τόδε]] [[τοι]] [[πέμπω]] μεμιγμένον [[μέλι]] λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79) ἐν ζαθέῳ με [[δέξαι]] χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (ἀοιδίμων Π̆{S}.) (Pae. 6.6) <br /> <b>b</b> [[renowned]] in [[song]] ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομένου (O. 14.3) γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι κλειναὶ [[Ἀθᾶναι]] fr. 76. 1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que es objeto de canto]] ὡς ... ἀνθρώποισι πελώμεθ' ἀοίδιμοι <i>Il</i>.6.358<br /><b class="num">•</b>en gener. [[que es objeto de canto o celebración]], [[célebre]] Λίνος, ὅς περ ἔν τε Φοινίκῃ ἀοίδιμός ἐστι Hdt.2.79, [[Ἀρχιδίκη]] Hdt.2.135, γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον Pi.<i>P</i>.8.59, βασίλειαι Χάριτες Pi.<i>O</i>.14.3, προφάτας Pi.<i>Fr</i>.521.6, de Atenas, Pi.<i>Fr</i>.76, πόμα Pi.<i>N</i>.3.79, Μνημοσύνης τόδε [[δῶρον]] ἀ. ἀνθρώποισιν Orph.<i>Fr</i>.32g.3, de Hermias de Atarneo, Arist.<i>Fr.Lyr</i>.1.14, μάντις Call.<i>Lau.Pall</i>.121, γάμος A.R.4.1143, [[Δελφοί]] Luc.<i>Alex</i>.8, ὄνομα Luc.<i>Cont</i>.11, ἀ. εὐνομίῃσιν célebre por su justicia</i>, <i>IG</i> 7.94 (Nisea), τῆς ἀοιδίμου περὶ Φάρσαλον μάχης App.<i>BC</i> 2.82, τοῦτο τὸ ἔργον ἐν τοῖς ἀοιδιμωτάτοις γενόμενον este hecho llegó a ser uno de los más celebrados</i> Plu.<i>Ant</i>.34, θάνατος LXX 4<i>Ma</i>.10.1, cf. Corinn.(?) 40.5a.8, Phld.<i>Mort</i>.29.8, Luc.<i>Tim</i>.38, Philostr.<i>Im</i>.2.5, <i>SB</i> 8439.7.<br /><b class="num">2</b> [[ganado por el canto]] ref. al de las Sirenas ἄγρα E.<i>El</i>.471. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sung of, famous in song or story, Hdt.2.79,135, Pi.P.8.59, etc.; προφάταν Id.Pae.6.6; from Pi. (Fr.76) downwds. a favourite epith. of Athens; ἀ. πόμα a glorious draught, Id.N.3.79, etc.; ἀ. εὐνομίῃσιν famous for his justice, IG7.94 (Nisaea), cf. Luc.Tim.38, App.BC2.82, etc.: Sup., Plu.Ant.34:—only once in Hom., and in bad sense, notorious, infamous, ὡς . . ἀνθρώποισι πελώμεθ' ἀοίδιμοι Il.6.358. II won by song, ἄγρα, of the Sphinx's victims, E.El.471 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 272] ον, besungen, VLL. ἀεἰμνηστος, διαβόητος; berühmt, H. h. Ap. 299; Pind. öfter, γᾶς ὄμφαλος P. 8, 62; Athen heißt so frg. 46, u. oft bei Sp.; κλέος Ep. ad. 582 (App. 271); ἀοίδιμος ἔργοις Schol. Aristot. 1, 20; Her. 2, 79. 185; Luc. Nigr. 8 ἀοίδιμοι Δελφοὶ γίγνονται, u. a. Sp.; D. Hal. 1, 4. 2, 66; – übel berüchtigt, Il. 6, 358.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοίδιμος: -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ ὄνομα ἀποτελεῖ θέμα ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ λέξις αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον πόμα, θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· ἀοίδιμος εὐνομίῃσιν, περίφημος ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, διαβόητος, ὡς καὶ ὀπίσω ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 chanté ou digne d’être chanté;
2 obtenu au moyen d’un chant;
3 décrié.
Étymologie: ἀείδω.
English (Autenrieth)
subject of song, pl. (with bad sense from the context), Il. 6.358†.
English (Slater)
ᾰοίδιμος, -ον
a of song ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79) ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (ἀοιδίμων Π̆{S}.) (Pae. 6.6)
b renowned in song ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομένου (O. 14.3) γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es objeto de canto ὡς ... ἀνθρώποισι πελώμεθ' ἀοίδιμοι Il.6.358
•en gener. que es objeto de canto o celebración, célebre Λίνος, ὅς περ ἔν τε Φοινίκῃ ἀοίδιμός ἐστι Hdt.2.79, Ἀρχιδίκη Hdt.2.135, γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον Pi.P.8.59, βασίλειαι Χάριτες Pi.O.14.3, προφάτας Pi.Fr.521.6, de Atenas, Pi.Fr.76, πόμα Pi.N.3.79, Μνημοσύνης τόδε δῶρον ἀ. ἀνθρώποισιν Orph.Fr.32g.3, de Hermias de Atarneo, Arist.Fr.Lyr.1.14, μάντις Call.Lau.Pall.121, γάμος A.R.4.1143, Δελφοί Luc.Alex.8, ὄνομα Luc.Cont.11, ἀ. εὐνομίῃσιν célebre por su justicia, IG 7.94 (Nisea), τῆς ἀοιδίμου περὶ Φάρσαλον μάχης App.BC 2.82, τοῦτο τὸ ἔργον ἐν τοῖς ἀοιδιμωτάτοις γενόμενον este hecho llegó a ser uno de los más celebrados Plu.Ant.34, θάνατος LXX 4Ma.10.1, cf. Corinn.(?) 40.5a.8, Phld.Mort.29.8, Luc.Tim.38, Philostr.Im.2.5, SB 8439.7.
2 ganado por el canto ref. al de las Sirenas ἄγρα E.El.471.