θράσσω: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(SL_1) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[θράσσω]] <br /> <b>1</b> [[trouble]] μὴ θράσσοι [[χρόνος]] ὄλβον ἐφέρπων (Boeckh e Σ: θραύσοι codd.) (O. 6.97) ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω [[φθόνος]] (sc. με) (I. 7.39) | |sltr=[[θράσσω]] <br /> <b>1</b> [[trouble]] μὴ θράσσοι [[χρόνος]] ὄλβον ἐφέρπων (Boeckh e Σ: θραύσοι codd.) (O. 6.97) ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω [[φθόνος]] (sc. με) (I. 7.39) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θράσσω]] και αττ. τ. [[θράττω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συγχέω]], [[ανησυχώ]], [[ενοχλώ]]<br /><b>2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρᾱχ</i>-<i>jω</i>, με παρακμ. <i>τέτρη</i>-<i>χα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τέ</i>-<i>θνη</i>-<i>κα</i>) και αόρ. <i>θράξαι</i>, <i>εθράχθη</i> [[κατά]] το [[πράσσω]]-<i>πράξαι</i>. Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. και αντ' αυτής χρησιμοποιείται στον ενεστ. το συνών. [[ταράσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θραγμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. θράττω, pres. part. neut.
A θρᾶττον Pl.Phd.86e: aor.1 inf. θρᾶξαι A.Pr.628,E.Fr.600:—trouble, disquiet, Pi.I.7(6).39,A.l.c., Cratin.363, Pherecr.39, S.Fr.177, Hp.Mul.1.70, E.Rh.863, Pl. l.c., Phdr.242c, etc.:—Pass., ὑπὸ ἐδωδῆς θράττεσθαι Jul.Or.6.192a: aor.1 ἐθράχθη S.Fr.1055. 2 disturb, destroy, APl.4.255. 3 for pf. τέτρηχα, v. ταράσσω 11.
German (Pape)
[Seite 1216] att. θράττω, Zusammenziehung aus ταράσσω (w. m. vgl,), in derselben Bdtg, beunruhigen; ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος Pind. I. 6, 39; σὰς δ' ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας, verwirren, Aesch. Prom. 651; ἐθράχθη wird aus Soph. frg. 812 angeführt; καί τί μου θράσσει φρένας Eur. Rhes. 863; λέγε, τί ἦν, ὅ σε αὖ θρᾶττον ἀπιστίαν παρέχει Plat. Phaed. 86 e, öfter; so auch bei Sp., vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. Plat. p. 93; – ὡς μὴ θράξῃς, zerbrechen, Ep. ad. 235 (Plan. 255).
Greek (Liddell-Scott)
θράσσω: Ἀττ. θράττω: μέλλ. -ξω: ἀορ. ἀπαρ. θρᾶξαι (οὖχὶ θράξαι) Αἰσχύλ. Πρ. 628: - συντετμημένος τύπος τοῦ ταράσσω, ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ, Πίνδ. Ι. 7 (6). 56, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Ρήσ. 863∙ τί ἦν τὸ σὲ αὖ θρᾶττον Πλάτ. Φαίδωνι 86Ε, Φαίδρ. 242C, κτλ.∙ ἴδε Ruhnk Τίμ.: παθ. ἀόρ. ἐθράχθη, Σοφ. Ἀποσπ. 812∙ «θράττομαι∙ συντρίβομαι. συγκόπτομαι» Ἡσύχ. 2) καταστρέφω, ἀφανίζω, Ἀνθ. Πλαν. 255. 3) περὶ τοῦ πρκμ. τέτρηχα, ἴδε ἐν λ. ταράσσω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔθραξα, pf. ion. intr. τέτρηχα;
Pass. ao. ἐθράχθην;
causer du trouble, troubler : θράττει σε ὅτι XÉN tu es troublé de ce que.
Étymologie: cf. ταράσσω.
English (Slater)
θράσσω
1 trouble μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων (Boeckh e Σ: θραύσοι codd.) (O. 6.97) ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος (sc. με) (I. 7.39)
Greek Monolingual
θράσσω και αττ. τ. θράττω (Α)
1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ
2. καταστρέφω, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρᾱχ-jω, με παρακμ. τέτρη-χα (πρβλ. τέ-θνη-κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω-πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ' αυτής χρησιμοποιείται στον ενεστ. το συνών. ταράσσω.
ΠΑΡ. αρχ. θραγμός.