σκίμπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(SL_2)
(37)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[σκίμπτομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[set]] [[fast]], [[place]] [[firmly]] ἀλλ' ὅτ [[Αἰήτας]] ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις [[ἄροτρον]] σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)
|sltr=[[σκίμπτομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[set]] [[fast]], [[place]] [[firmly]] ἀλλ' ὅτ [[Αἰήτας]] ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις [[ἄροτρον]] σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> μπήγομαι, καρφώνομαι<br /><b>2.</b> ωθώ [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>3.</b> [[πέφτω]] [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἢν [τὸ [[ῥῆγμα]]] ἐς τὴν [[φλέβα]] σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καυχιέμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σκίπων]] και την [[οικογένεια]] του [[σκήπτω]]. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα [[σκήπτω]] και [[χρίμπτω]] «[[πλησιάζω]], [[εγγίζω]]», [[υπόθεση]] που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίμπτομαι Medium diacritics: σκίμπτομαι Low diacritics: σκίμπτομαι Capitals: ΣΚΙΜΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: skímptomai Transliteration B: skimptomai Transliteration C: skimptomai Beta Code: ski/mptomai

English (LSJ)

= σκήπτω,

   A press forward, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.P.4.224; cf. <

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπτομαι: σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».

French (Bailly abrégé)

c. σκήπτω.
Étymologie: cf. σκίπων.

English (Slater)

σκίμπτομαι
   1 set fast, place firmly ἀλλ' ὅτ Αἰήτας ἀδαμάντινον ἐν μέσσοις ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας (P. 4.224)

Greek Monolingual

Α
1. μπήγομαι, καρφώνομαι
2. ωθώ προς τα εμπρός
3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.)
4. μτφ. καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων και την οικογένεια του σκήπτω. Κατ' άλλους, το ρ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τα σκήπτω και χρίμπτω «πλησιάζω, εγγίζω», υπόθεση που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].