πάγχυ: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(SL_2) |
(30) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>πάγχῠ</b> <br /> <b>1</b> [[completely]] ἄταν [[πάγχυ]] διαπλέκει (P. 2.82) | |sltr=<b>πάγχῠ</b> <br /> <b>1</b> [[completely]] ἄταν [[πάγχυ]] διαπλέκει (P. 2.82) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάγχυ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (επικ., ιων. και αιολ. τ. του [[πάνυ]]) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πάγχυ]] έχει προέλθει [[κατά]] μία [[άποψη]] από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. <i>πάγ</i>-<i>χι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>πας</i> <span style="color: red;">+</span> [[μόριο]] -<i>χι</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ᾗχι</i>, <i>ναί</i>-<i>χι</i>) και του ληκτικού του [[πάνυ]], παρ' ότι το [[πάνυ]] δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο. Κατ' άλλους, το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το <i>πάν ἀγχύ</i> (αρχ. ινδ. <i>amhu</i>-, <b>πρβλ.</b> [[άγχω]]). Κατ' άλλους, [[τέλος]], το επίρρ. [[πάγχυ]] έχει σχηματιστεί ή με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>ν</i>- από αμάρτυρο <i>πάγχνυ</i> (<b>πρβλ.</b> [[πρόχνυ]]) ή έχει ως β' συνθετικό -<i>χυ</i> από το θ. του <i>χέω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (πᾶς, πᾶν) Ep., Ion., and Aeol. for πάνυ,
A wholly, entirely, μάλα π. Il.14.143; π. μάλα 12.165; π. λίην Od.4.825; ἐπὶ π. λάθωνται, λαθέσθαι (where ἐπί belongs to the Verb), Il.10.99, Hes.Op. 264; π. δ' εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι τοῦτ' Sapph.Supp.5.5; π. δοκέειν or ἐλπίζειν think or hope fully that... Hdt.1.31, 4.135, cf. Pi.P.2.82, Epich.99.3, Epic.Alex.Adesp.8.3, Eus. Mynd.Fr.63.— Rare in Trag., once in A., Th.641 (trim.); also once in Ar., Ra.1531 (hexam.): in late Prose, App.BC2.2, Syr.24.
German (Pape)
[Seite 437] ion. u. poet. = πάνυ, ganz und gar, gänzlich, durchaus; Il. 5, 24 u. öfter; verstärkt durch μάλα, 14, 143 Od. 17, 217, πάγχυ μάλα, Il. 12, 165 Od. 14, 367; πάγχυ λίην, 4, 825; ἐπὶ πάγχυ, Hes. O. 266; Pind. P. 2, 82; Aesch. Spt. 623; Ar. Ran. 1531. In Prosa, Her. δοκεῖν, ἐλπίζειν, 1, 31. 3, 157 u. Sp., wie App. Syr. 24 Civ. 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πάγχῠ: Ἐπίρρ. (πᾶς, πᾶν) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πάνυ, ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς· ἐπιτεταμέν., μάλα πάγχυ Ἰλ. Ξ. 143· Πίνδ. Π. 2. 150· ἐν Ἰλ. Κ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 262 (ἐπὶ πάγχυ λάθωνται, ἐπὶ π. λαθέσθαι) ἡ ἐπὶ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα· πάγχυ δοκέειν ἢ ἐλπίζειν .. Ἡρόδ. 1. 31., 1. 135, κτλ.― Σπανιώτατον παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, ἐν χρήσει ἅπαξ (ἐν τριμέτρῳ ἰαμβ.) παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 641· καὶ ἅπαξ (ἐν ἡρωϊκῷ στίχῳ) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1531.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait.
Étymologie: πᾶν, χέω.
English (Autenrieth)
altogether, entirely; w. μάλα, λίην, Il. 14.143, ξ 3, Od. 4.825.
English (Slater)
πάγχῠ
1 completely ἄταν πάγχυ διαπλέκει (P. 2.82)
Greek Monolingual
πάγχυ (Α)
επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. του πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. πάγ-χι (< παν-, βλ. λ. πας + μόριο -χι, πρβλ. ᾗχι, ναί-χι) και του ληκτικού του πάνυ, παρ' ότι το πάνυ δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο. Κατ' άλλους, το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το πάν ἀγχύ (αρχ. ινδ. amhu-, πρβλ. άγχω). Κατ' άλλους, τέλος, το επίρρ. πάγχυ έχει σχηματιστεί ή με ανομοιωτική αποβολή του -ν- από αμάρτυρο πάγχνυ (πρβλ. πρόχνυ) ή έχει ως β' συνθετικό -χυ από το θ. του χέω].