Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέκω: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(SL_2)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πέκω]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[comb]] τουτάκι πεξαμένας (Boeckh: -ένης codd.: [[fort]]. τε ζαμενας, Boeckh) fr. 320.
|sltr=[[πέκω]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[comb]] τουτάκι πεξαμένας (Boeckh: -ένης codd.: [[fort]]. τε ζαμενας, Boeckh) fr. 320.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πείκω]] Α<br /><b>1.</b> [[κουρεύω]] ζώο<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ.) <i>πέκομαι</i> και <i>πείκομαι</i><br />[[κουρεύομαι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χαίτην πέκομαι» — [[χτενίζω]] την [[κόμη]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πέκω]] (και [[πείκω]] με [[έκταση]] για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>pek</i>-<i>t</i>- «[[μαδώ]], [[τραβώ]] μαλλιά» και αντιστοιχεί ακριβώς με λιθουαν. <i>p</i><i>ě</i><i>šu</i> «[[αποσπώ]], [[τραβώ]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας ανάγεται το ουσ. [[πόκος]], ενώ στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] το ουσ. [[κτείς]] «[[χτένα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>πκτ</i>-<i>έν</i>-<i>α</i>) με σίγηση του –<i>π</i> και οδοντική [[παρέκταση]] -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pecten</i> «[[χτένα]]»). Οδοντική [[παρέκταση]] παρατηρείται και στον παράλληλο τ. του [[πέκω]], <i>πεκ</i>-<i>τῶ</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pecto</i>). To λατ. <i>pecus</i>, -<i>oris</i> δεν εντάσσεται στην ΙΕ [[ρίζα]] του [[πέκω]]. Η [[οικογένεια]] του [[πέκω]] χρησιμοποιείται αφ' ενός με σημ. «[[κουρεύω]]», αφ' ετέρου με σημ. «[[ξαίνω]]» —απ' όπου η σημ. «[[χτενίζω]]»— αρχικά για πρόβατα [[αλλά]] και γενικά για μαλλιά].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέκω Medium diacritics: πέκω Low diacritics: πέκω Capitals: ΠΕΚΩ
Transliteration A: pékō Transliteration B: pekō Transliteration C: peko Beta Code: pe/kw

English (LSJ)

Ep. 2pl. pres. imper. πείκετε Od.18.316 (metri gr.), but also inf. πείκειν (v. infr.) : aor.

   A ἔπεξα AP6.279 (Euph.) :—Med., aor. ἐπεξάμην Il.14.176 :—Pass., aor. ἐπέχθην Ar.Nu.1356 :—comb, εἴρια π. card it, Od.18.316 ; ἔπεξε καλὰς Εὔδοξος ἐθείρας APl. c. :— Med., χαίτας πεξαμένη when she had combed her hair, Il.14.176.    2 shear, ὄϊς πείκειν Hes.Op.775, cf. Theoc.5.98, Ael.NA1.38 :—Med., πόκοις πέξασθαι have their wool shorn, Theoc.28.13 ; ἐπέξαθ' ὁ Κριός Simon.13(cf.Ar.Nu.1356) :—Pass., Ar.l.c.; πέκεται Eust.531.5. (Cf. Lith. pèšti 'pluck'.)

German (Pape)

[Seite 547] kämmen, χαίτας πεξαμένη, nachdem sie sich die Haare gekämmt hatte, Il. 14, 176; – scheeren, κριὸς ὡς ἐπέχθη, Ar. Nub. 1338; sp. D., wie Theocr. 5, 98; – auch = die Wolle kämmen od. krämpeln, u. allgemeiner, zupfen, rupfen.

Greek (Liddell-Scott)

πέκω: Ἐπικ. πείκω· Δωρικ. μέλλ. πεξῶ Θεόκρ. 5. 98· ἀόρ. ἔπεξα: - Μέσ., ἀόρ. ἐπεξάμην: - Παθ., ἀόρ. ἐπέχθην. (Ἐκ τῆς √ΠΕΚ παράγονται καὶ αἱ λέξεις πεκτέω, πόκος· πρβλ. Λατ. pec-to, pec-ten· Ἀρχ. Γερμαν. fehs (crinis)). Ποιητικ. ῥῆμ., κτενίζω, εἴρια πείκειν, κτενίζω, ξαίνω, Ὀδ. Σ. 316· ἔπεξε καλὰς Εὔδοξος ἐθείρας Ἀνθ. Π. 6. 279· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χαίτας πεξαμένη, ἀφ’ οὗ ἐκτένισε τὴν κόμη της, Ἰλ. Ξ. 176. 2) κείρω, κουρεύω, πείκειν ὄϊς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 773, πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πόκως πέξασθαι, πόκους κεῖραι, ὁ αὐτ. 28. 13. κριὸς ὡς ἐπέχθη, ἐκάρη Σιμωνίδ. (15) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1356.

French (Bailly abrégé)

tondre;
Moy. πέκομαι peigner sur soi ; tondre.
Étymologie: R. Πεκ, peigner ; cf. πείκω, πόκος, lat. pecto, pecten.

English (Autenrieth)

imp. πείκετε, mid. aor. part. πεξαμένη: comb or card wool; mid., comb one's own hair, Il. 14.176.

English (Slater)

πέκω ?
   1 comb τουτάκι πεξαμένας (Boeckh: -ένης codd.: fort. τε ζαμενας, Boeckh) fr. 320.

Greek Monolingual

και πείκω Α
1. κουρεύω ζώο
2. (μέσ. και παθ.) πέκομαι και πείκομαι
κουρεύομαι
3. φρ. «χαίτην πέκομαι» — χτενίζω την κόμη (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέκω (και πείκω με έκταση για μετρικούς λόγους) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα pek-t- «μαδώ, τραβώ μαλλιά» και αντιστοιχεί ακριβώς με λιθουαν. pěšu «αποσπώ, τραβώ». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται το ουσ. πόκος, ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα το ουσ. κτείς «χτένα» (< πκτ-έν-α) με σίγηση του –π και οδοντική παρέκταση -τ- (πρβλ. λατ. pecten «χτένα»). Οδοντική παρέκταση παρατηρείται και στον παράλληλο τ. του πέκω, πεκ-τῶ (πρβλ. λατ. pecto). To λατ. pecus, -oris δεν εντάσσεται στην ΙΕ ρίζα του πέκω. Η οικογένεια του πέκω χρησιμοποιείται αφ' ενός με σημ. «κουρεύω», αφ' ετέρου με σημ. «ξαίνω» —απ' όπου η σημ. «χτενίζω»— αρχικά για πρόβατα αλλά και γενικά για μαλλιά].