χαλκομίτρας: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(SL_2)
(46)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[χαλκομίτρας]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[bronze]] [[belt]] χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)
|sltr=[[χαλκομίτρας]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[bronze]] [[belt]] χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)
}}
{{grml
|mltxt=και [[χαλκεομίτρας]] και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α<br />αυτός που έχει χάλκινο [[κάλυμμα]] κεφαλής ή χάλκινη [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χαλκεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μίτρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίτρα]] «[[κάλυμμα]] κεφαλής, [[διάδημα]], [[ζώνη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>μίτρης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκομίτρας Medium diacritics: χαλκομίτρας Low diacritics: χαλκομίτρας Capitals: ΧΑΛΚΟΜΙΤΡΑΣ
Transliteration A: chalkomítras Transliteration B: chalkomitras Transliteration C: chalkomitras Beta Code: xalkomi/tras

English (LSJ)

α, ὁ,

   A with μίτρη of bronze, Κάστωρ Pi.N. 10.90 (to be restored for χαλκεομ-):—also χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.

German (Pape)

[Seite 1331] = χαλκεομίτρας, Κάστωρ Pind. N. 10, 90.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκομίτρας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, Κάστωρ Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― ὡσαύτως χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m.
à la ceinture garnie d’airain ou de cuivre.
Étymologie: χαλκός, μίτρα.

English (Slater)

χαλκομίτρας
   1 with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) (N. 10.90)

Greek Monolingual

και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α
αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- / χαλκεο- + -μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσο-μίτρης].