ἄκουρος: Difference between revisions
(big3_2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene hijo varón]] τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... [[Ἀπόλλων]] <i>Od</i>.7.64. • DMic.: <i>a-ko-wo</i> (??).<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[no rasurado]], [[no afeitado]]de la barba ὑπήνη Ar.<i>V</i>.476<br /><b class="num">•</b>[[no rasurado]], [[intonso]] del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda</i> Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.<br /><b class="num">2</b> [[no afeitado]] todavía, [[imberbe]] ref. un adolescente <i>ICallatis</i> 135.3 (II a.C.). | |dgtxt=-ον<br />[[que no tiene hijo varón]] τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... [[Ἀπόλλων]] <i>Od</i>.7.64. • DMic.: <i>a-ko-wo</i> (??).<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[no rasurado]], [[no afeitado]]de la barba ὑπήνη Ar.<i>V</i>.476<br /><b class="num">•</b>[[no rasurado]], [[intonso]] del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda</i> Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.<br /><b class="num">2</b> [[no afeitado]] todavía, [[imberbe]] ref. un adolescente <i>ICallatis</i> 135.3 (II a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει [[παιδιά]] και [[κυρίως]] [[αρσενικό]] κληρονόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κοῦρος]] «[[αγόρι]]»].———————— <b>(II)</b><br />–ο, (Α [[ἄκουρος]], -ον) [[κουρά]]<br />[[ακούρευτος]], [[αξύριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από [[κάθε]] [[τάξη]] και [[κάθε]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε [[ακόμη]] το μοναχικό [[σχήμα]] με την [[τελετή]] της [[κουράς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κοῦρος)
A childless, without male heir, Od.7.64. II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.
German (Pape)
[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: ἀ, κοῦρος.
English (Autenrieth)
(κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene hijo varón τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... Ἀπόλλων Od.7.64. • DMic.: a-ko-wo (??).
-ον
1 no rasurado, no afeitadode la barba ὑπήνη Ar.V.476
•no rasurado, intonso del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.
2 no afeitado todavía, imberbe ref. un adolescente ICallatis 135.3 (II a.C.).
Greek Monolingual
(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].———————— (II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.