ἀριστίνδην: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀριστίνδα <i>IG</i> 7.188.9 (Pagas III a.C.); ἀριστίνδαν <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.(1).717.12 (Calion V a.C.)<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en razón de su nobleza]] αἱρεῖσθαι ἀ. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.104.19 (V a.C.), 9<sup>2</sup>.(1).717.12, Ley en D.43.57, op. πλουτίνδην Arist.<i>Pol</i>.1273<sup>a</sup>23, <i>IG</i> 7.l.c., Plu.2.154c, <i>Lys</i>.13<br /><b class="num">•</b>op. κατὰ ψῆφον Philostr.<i>VA</i> 3.30, πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. And.3.30.<br /><b class="num">2</b> [[en razón de su valia]] Isoc.4.146, Theopomp.Hist.224, Pl.<i>Lg</i>.855c, Plb.6.10.9.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. ἀριστίνδα <i>IG</i> 7.188.9 (Pagas III a.C.); ἀριστίνδαν <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.(1).717.12 (Calion V a.C.)<br />adv. <br /><b class="num">1</b> [[en razón de su nobleza]] αἱρεῖσθαι ἀ. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.104.19 (V a.C.), 9<sup>2</sup>.(1).717.12, Ley en D.43.57, op. πλουτίνδην Arist.<i>Pol</i>.1273<sup>a</sup>23, <i>IG</i> 7.l.c., Plu.2.154c, <i>Lys</i>.13<br /><b class="num">•</b>op. κατὰ ψῆφον Philostr.<i>VA</i> 3.30, πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. And.3.30.<br /><b class="num">2</b> [[en razón de su valia]] Isoc.4.146, Theopomp.Hist.224, Pl.<i>Lg</i>.855c, Plb.6.10.9.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀριστίνδην]]) <b>επίρρ.</b><br />σύμφωνα με την [[αξία]] του αρίστου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> «[[αριστίνδην]] [[βουλευτής]], [[γερουσιαστής]]» — σύμφωνα με την [[αξία]], [[εκλογή]] από τους καλύτερους<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[συγκρότηση]] της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη [[επιλογή]] του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνδην</i> ([[παρέκταση]] επιρρηματικού σχηματισμού σε -<i>ιν</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ. -<i>in</i> ή -<i>im</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[πλουτίνδην]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστίνδην Medium diacritics: ἀριστίνδην Low diacritics: αριστίνδην Capitals: ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ
Transliteration A: aristíndēn Transliteration B: aristindēn Transliteration C: aristindin Beta Code: a)risti/ndhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (ἄριστος)

   A according to birth or merit, αἱρεῖσθαι IG1.61, cf.9(1).333.12 (Locr.-δαν), Lexap.D.43.57, Theopomp. Hist.217a; Ἀθηναίων πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. καὶ τῶν συμμάχων And. 3.30, cf. Isoc.4.146, Pl.Lg.855c; κατ' ἐκλογὴν ἀ. κεκριμένοι Plb.6.10.9; opp. πλουτίνδην, Arist.Pol.1273a23, cf. Ath.3.1, Plu.Lys.13.

German (Pape)

[Seite 352] nach der Güte der Herkunft, nach dem Adel des Geschlechts, οὐκ ἀριστίνδην ἐπειλεγμένοι Isocr. 4, 146; πολλοὺς ἀριστίνδην ὀλέσαντες Andoc. 3, 30; Plut. Sol. 12; übh. τὸ τῶν ἀρχόντων ἀρ. ἀπομερισθὲν δικαστήριον Plat. Legg. IX, 855 c, wo die Besten ausgewählt sind; αἱρεῖσθαι Dem. 43, 57; Pol. 6, 10, 9; ἀπεδείκνυε τοὺς ἄρχοντας ἀρ. Plut. Lys. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστίνδην: ἐπίρρ. (ἄριστος) κατ’ ἀξίαν, κατ’ ἐκλογὴν τοῦ ἀρίστου, Ἀνδοκ. 27. 22, Ἰσοκρ. 71Β, Πλάτ. Νόμ. 855C· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλουτίνδην, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3 καὶ 8· παραπλήσιον τῷ κατ’ ἀρετὴν αὐτόθι 9· ἤ κατ’ ἀξίαν 3. 5, 5· πρβλ. ἀριστοκρατία.

French (Bailly abrégé)

adv.
par rang de noblesse ou de mérite.
Étymologie: ἄριστος, -δην.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀριστίνδα IG 7.188.9 (Pagas III a.C.); ἀριστίνδαν IG 92.(1).717.12 (Calion V a.C.)
adv.
1 en razón de su nobleza αἱρεῖσθαι ἀ. IG 13.104.19 (V a.C.), 92.(1).717.12, Ley en D.43.57, op. πλουτίνδην Arist.Pol.1273a23, IG 7.l.c., Plu.2.154c, Lys.13
op. κατὰ ψῆφον Philostr.VA 3.30, πολλοὺς ἀπολέσαντες ἀ. And.3.30.
2 en razón de su valia Isoc.4.146, Theopomp.Hist.224, Pl.Lg.855c, Plb.6.10.9.

Greek Monolingual

(AM ἀριστίνδην) επίρρ.
σύμφωνα με την αξία του αρίστου
νεοελλ.
1. «αριστίνδην βουλευτής, γερουσιαστής» — σύμφωνα με την αξία, εκλογή από τους καλύτερους
2. εκκλ. συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου από μητροπολίτες που προέρχονται από την ελεύθερη επιλογή του Οικουμενικού πατριάρχη ή της κρατικής εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -ίνδην (παρέκταση επιρρηματικού σχηματισμού σε -ιν < ΙΕ. -in ή -im)
πρβλ. πλουτίνδην.