ἀρουραῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> hiperdor. [[ἀρωραῖος]] Ar.<i>Ach</i>.762<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[del campo]], [[campestre]] μῦς Hdt.2.141, Ar.<i>Ach</i>.l.c., σμίνθος Ar.<i>Fr</i>.227, cf. <i>Galeom</i>.53, Babr.108.1, σπέρματα ἀρουραίου Babr.33.5<br /><b class="num">•</b>de dioses [[rústico]] ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ ¡oh, hijo de la rústica diosa! (irón. por la verdulera)</i> de Eurípides, Ar.<i>Ra</i>.840.<br /><b class="num">2</b> [[de la provincia]], [[provinciano]] ἀ. Οἰνόμαος Philostr.<i>VS</i> 584, ref. a Esquines que en las provincias hacía el papel de Enomao, D.18.242, cf. <i>AB</i> 211.<br /><b class="num">3</b> [[silvestre]], [[no cuidado]] φυτά Thphr.<i>HP</i> 7.6.1<br /><b class="num">•</b>[[no trabajado]] λίθοι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1672.21 (Eleusis IV a.C.).
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> hiperdor. [[ἀρωραῖος]] Ar.<i>Ach</i>.762<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[del campo]], [[campestre]] μῦς Hdt.2.141, Ar.<i>Ach</i>.l.c., σμίνθος Ar.<i>Fr</i>.227, cf. <i>Galeom</i>.53, Babr.108.1, σπέρματα ἀρουραίου Babr.33.5<br /><b class="num">•</b>de dioses [[rústico]] ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ ¡oh, hijo de la rústica diosa! (irón. por la verdulera)</i> de Eurípides, Ar.<i>Ra</i>.840.<br /><b class="num">2</b> [[de la provincia]], [[provinciano]] ἀ. Οἰνόμαος Philostr.<i>VS</i> 584, ref. a Esquines que en las provincias hacía el papel de Enomao, D.18.242, cf. <i>AB</i> 211.<br /><b class="num">3</b> [[silvestre]], [[no cuidado]] φυτά Thphr.<i>HP</i> 7.6.1<br /><b class="num">•</b>[[no trabajado]] λίθοι <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1672.21 (Eleusis IV a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM ἀρουραῑος, -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ποντικός]] των αγρών<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πονηρός]], [[ποταπός]] («οι αρουραίοι της πολιτικής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αγροτικός]]<br /><b>2.</b> (για λίθο) ο [[ακατέργαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρουρα]]. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως [[επίθετο]] για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («[[αρουραίος]] μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών [[κατά]] [[παράλειψη]] της λ. <i>μυς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ποντικός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποντικός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Πόντος</i> ή [[πόντος]]) <i>μυς</i>].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρουραῖος Medium diacritics: ἀρουραῖος Low diacritics: αρουραίος Capitals: ΑΡΟΥΡΑΙΟΣ
Transliteration A: arouraîos Transliteration B: arouraios Transliteration C: arouraios Beta Code: a)rourai=os

English (LSJ)

[ᾰρ], α, ον,

   A of or from the country, rural, rustic, μῦς ἀ. field-vole, Hdt.2.141; σμίνθος A.Fr.227; ὦ παῖ τῆς ἀ. θεοῦ, of Euripides as the reputed son of a herb-seller, Ar.Ra.840; ἀ. Οἰνόμαος, of Aeschines, who played the part of Oenomaüs 'in the provinces', D. 18.242, cf. AB211 sq.; ἀ. λίθοι rough stones, SIG2587.21; φυτὰ ἀ. field-weeds, Thphr.HP7.6.1.

German (Pape)

[Seite 358] zum Ackerland gehörig, ländlich, bäuerisch, μῦς Her. 2, 141; μοῦσα, die Heuschrecke, Mel. 112 (VII, 195); ἀ. θεός heißt komisch bei Ar. Ran. 139 Euripides Mutter; ebenso schimpfend ist es Dem. 18, 242, wo Aeschines ἀρουραῖος Οἰνόμαος heißt, der den Oenomaus schlecht gespielt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
des champs, rustique.
Étymologie: ἄρουρα.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): hiperdor. ἀρωραῖος Ar.Ach.762

• Prosodia: [ᾰ-]
1 del campo, campestre μῦς Hdt.2.141, Ar.Ach.l.c., σμίνθος Ar.Fr.227, cf. Galeom.53, Babr.108.1, σπέρματα ἀρουραίου Babr.33.5
de dioses rústico ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ ¡oh, hijo de la rústica diosa! (irón. por la verdulera) de Eurípides, Ar.Ra.840.
2 de la provincia, provinciano ἀ. Οἰνόμαος Philostr.VS 584, ref. a Esquines que en las provincias hacía el papel de Enomao, D.18.242, cf. AB 211.
3 silvestre, no cuidado φυτά Thphr.HP 7.6.1
no trabajado λίθοι IG 22.1672.21 (Eleusis IV a.C.).

Greek Monolingual

ο (AM ἀρουραῑος, -α, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ποντικός των αγρών
2. μτφ. πονηρός, ποταπός («οι αρουραίοι της πολιτικής»)
αρχ.
1. ο αγροτικός
2. (για λίθο) ο ακατέργαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρουρα. Ο όρος χρησιμοποιείται αρχικά ως επίθετο για να χαρακτηρίσει κυρίως τον ποντικό που ζεί στους αγρούς («αρουραίος μυς»). Στους νεώτερους χρόνους το αρσ. ουσιαστικοποιείται αποκτώντας τη σημ. του ποντικού των αγρών κατά παράλειψη της λ. μυς (πρβλ. και ποντικός < ποντικός (< Πόντος ή πόντος) μυς].