δυσκολία: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> ref. a pers. [[mal humor]], [[mal carácter]] ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga</i> e.e., la condena en el tribunal, Ar.<i>V</i>.106, cf. 883, [[ἀθυμία]] καὶ δ. καὶ μανία X.<i>Mem</i>.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.<i>Ti</i>.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.<i>R</i>.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.<i>Lg</i>.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.<i>Tim</i>.44<br /><b class="num">•</b>[[descontento]] δ. τῶν πολλῶν descontento popular</i> Pl.<i>Lg</i>.757e, cf. LXX <i>Ib</i>.34.30<br /><b class="num">•</b>[[mala actitud]] ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.<i>Top</i>.160<sup>b</sup>11.<br /><b class="num">2</b> ref. a cosas o abstr. [[dificultad]] τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.<i>Pol</i>.1281<sup>a</sup>11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho</i> ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.<i>Bel</i>.56.44, cf. I.<i>AI</i> 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29<br /><b class="num">•</b>en sent. fís. [[molestia]] καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, [[ἔκλυσις]] καὶ [[δυσκολία]] Gal. en Orib.7.23.12. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> ref. a pers. [[mal humor]], [[mal carácter]] ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga</i> e.e., la condena en el tribunal, Ar.<i>V</i>.106, cf. 883, [[ἀθυμία]] καὶ δ. καὶ μανία X.<i>Mem</i>.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.<i>Ti</i>.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.<i>R</i>.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.<i>Lg</i>.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.<i>Tim</i>.44<br /><b class="num">•</b>[[descontento]] δ. τῶν πολλῶν descontento popular</i> Pl.<i>Lg</i>.757e, cf. LXX <i>Ib</i>.34.30<br /><b class="num">•</b>[[mala actitud]] ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.<i>Top</i>.160<sup>b</sup>11.<br /><b class="num">2</b> ref. a cosas o abstr. [[dificultad]] τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.<i>Pol</i>.1281<sup>a</sup>11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho</i> ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.<i>Bel</i>.56.44, cf. I.<i>AI</i> 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29<br /><b class="num">•</b>en sent. fís. [[molestia]] καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, [[ἔκλυσις]] καὶ [[δυσκολία]] Gal. en Orib.7.23.12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δυσκολιά, η (AM [[δυσκολία]])<br /><b>1.</b> [[δυστροπία]], [[παραξενιά]]<br /><b>2.</b> [[δυσχέρεια]] («δυσκολίες της ζωής»)<br /><b>3.</b> [[εμπόδιο]], [[κώλυμα]] («[[πάει]] στα [[κάστρα]] [[χωρίς]] νά 'βρη [[δυσκολία]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βάσανο]], [[στενοχώρια]] («τσ' δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A discontent, peevishness, Ar.V.106, Pl.R.411c. II of things, difficulty, δ. ἔχειν D.5.1, Arist.Pol.1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib.1263a11; δ. ὀνομάτων J.AJ2.7.4.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Unzufriedenheit, Verdrießlichkeit; Ar. Vesp. 106; Plat. Tim. 87 a; καὶ αὐθάδεια, das mürrische Wesen, Rep. IX, 590 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6; δυσκολίαν ἔχειν, Schwierigkeit haben, Dem. 5, 1; Arist. Polit. 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκολία: ἡ, δυσαρέσκεια, δυστροπία, «παραξενιά», Ἀριστοφ. Σφηξ. 106. Πλάτ. Πολ. 411C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, δυσχέρεια, δ. ἔχειν Δημ. 57. 2, Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 1· πλείους παρέχειν δυσκολίας, αὐτόθι 2. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
humeur difficile ou morose.
Étymologie: δύσκολος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 ref. a pers. mal humor, mal carácter ὑπὸ δυσκολίας δ' ἅπασι τιμῶν τὴν μακράν por su mal carácter eligiendo para todos la raya larga e.e., la condena en el tribunal, Ar.V.106, cf. 883, ἀθυμία καὶ δ. καὶ μανία X.Mem.3.12.6, εἴδη δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά Pl.Ti.87a, δυσκολίας ἔμπλεος Pl.R.411c, θηριούμενος ἐν δυσκολίᾳ ζῶν Pl.Lg.935a, cf. Plu.2.454b, Luc.Tim.44
•descontento δ. τῶν πολλῶν descontento popular Pl.Lg.757e, cf. LXX Ib.34.30
•mala actitud ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Arist.Top.160b11.
2 ref. a cosas o abstr. dificultad τὰ παρόντα πράγματα πολλὴν δυσκολίαν ἔχοντα D.5.1, ταῦτα πάντα ἔχειν φαίνεται δυσκολίαν Arist.Pol.1281a11, διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ νοσήματος ἀπελπισθέντες D.S.1.25, περὶ τὸν πορθμὸν δ. dificultad en torno al estrecho ref. a la navegación, Str.3.2.5, cf. D.S.18.35, δ. ... ἐπὶ τῆς ἐξαρτύσεως Ph.Bel.56.44, cf. I.AI 2.176, Vett.Val.279.15, Aristid.Quint.2.29
•en sent. fís. molestia καθάρσεις μετὰ ... δυσκολίας Gal.16.108, cf. 18(2).263, ἔκλυσις καὶ δυσκολία Gal. en Orib.7.23.12.
Greek Monolingual
και δυσκολιά, η (AM δυσκολία)
1. δυστροπία, παραξενιά
2. δυσχέρεια («δυσκολίες της ζωής»)
3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά 'βρη δυσκολία», Σολωμ.)
νεοελλ.
βάσανο, στενοχώρια («τσ' δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.).