ἀσκωλιάζω: Difference between revisions
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀσκωλίζω]] Pl.<i>Smp</i>.190d (algunos cód.), Phryn.<i>PS</i> 42<br /><b class="num">1</b> [[andar a la pata coja]] ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους ἀσκωλιάζοντες Pl.<i>Smp</i>.190d, ἀσκωλιάζουσι ... ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.<i>IA</i> 705<sup>b</sup>33, cf. Orib.44.27.12., Phryn.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[apoyarse en una sola pata]] (αἱ γέρανοι) ἑστᾶσι μὲν ἀσκωλιάζουσαι Ael.<i>NA</i> 3.13.<br /><b class="num">2</b> [[saltar a la pata coja sobre un odre engrasado]] en las Ascolias u otras fiestas ἀσκωλίαζ' [[ἐνταῦθα]] πρὸς τὴν αἰθρίαν Ar.<i>Pl</i>.1129, ἀσκωλιάζοντας πίνειν Alciphr.3.15.3, cf. Luc.<i>Lex</i>.2, Hsch., Eust.1646.21.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Rel. [[ἀσκός]] ‘odre’ q.u. y σκέλος ‘pierna’ por etim. pop., tb. deriv. por otros de *[[ἄσκωλος]] < *ἀν-σκωλος, cf. σκωλοβατίζω, [[ἀγκωλιάζω]]. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀσκωλίζω]] Pl.<i>Smp</i>.190d (algunos cód.), Phryn.<i>PS</i> 42<br /><b class="num">1</b> [[andar a la pata coja]] ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους ἀσκωλιάζοντες Pl.<i>Smp</i>.190d, ἀσκωλιάζουσι ... ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.<i>IA</i> 705<sup>b</sup>33, cf. Orib.44.27.12., Phryn.l.c., Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[apoyarse en una sola pata]] (αἱ γέρανοι) ἑστᾶσι μὲν ἀσκωλιάζουσαι Ael.<i>NA</i> 3.13.<br /><b class="num">2</b> [[saltar a la pata coja sobre un odre engrasado]] en las Ascolias u otras fiestas ἀσκωλίαζ' [[ἐνταῦθα]] πρὸς τὴν αἰθρίαν Ar.<i>Pl</i>.1129, ἀσκωλιάζοντας πίνειν Alciphr.3.15.3, cf. Luc.<i>Lex</i>.2, Hsch., Eust.1646.21.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Rel. [[ἀσκός]] ‘odre’ q.u. y σκέλος ‘pierna’ por etim. pop., tb. deriv. por otros de *[[ἄσκωλος]] < *ἀν-σκωλος, cf. σκωλοβατίζω, [[ἀγκωλιάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσκωλιάζω]] και [[ἀσκωλίζω]] (Α) [[ασκώλια]]<br /><b>1.</b> [[πηδώ]] [[πάνω]] σε ασκό στη [[γιορτή]] των Ασκωλίων<br /><b>2.</b> [[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]], [[συνήθως]] στο αριστερό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A hop on greased wineskins at the Ἀσκώλια, Ar.Pl.1129 (cf. Sch.). II hop on one leg, ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.IA705b33, cf. Ael.NA3.13, Plu.2.621f, Gal.11.106; also, jump up and down with legs held together, Sch.Orib.3p.689D. (Signf. 11 may be original and the connexion with ἀσκός due to popular etymology.)
German (Pape)
[Seite 372] an den Askolien auf den Schläuchen mit einem Beine tanzen; übh. auf einem Beine tanzen, springen, Ar. Plut. 1129 Plat. Conv. 190 d; auf einem Beine stehen, Arist. Inc. anim. 4; Ael. H. A. 3, 13; vgl. Luc. Lexiph. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκωλιάζω: μέλλ. -άσσω, πηδῶ ἐπάνω εἰς ἀσκὸν ὡς ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἀσκωλίων, ἥτις ἤγετο τῇ β΄ ἡμέρᾳ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων, «ἑορτὴν οἱ Ἀθηναίοι ἦγον τὰ Ἀσκώλια, ἐν ᾖ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1130· «κυρίως δὲ ἀσκωλιάζειν ἔλεγον τὸ ἐπὶ ἀσκῶν ἅλεσθαι ἕνεκα τοῦ γέλωτα ποιεῖν. Ἐν μέσῳ δὲ τοῦ θεάτρου ἐτίθεντο ἀσκοὺς πεφυσημένους καὶ ἀληλιμμένους εἰς οὓς ἐναλλόμενοι ἐνωλίσθαινον, καθάπερ Εὔβουλός φησι» κτλ. αὐτόθι· - ἀσκωλίαζ’ ἐνταῦθα πρὸς τὴν αἰθρίαν Ἀριστοφ. Πλ. 1129· καὶ πρός γε τούτοις ἀσκὸν εἰς μέσον καταθέντες, εἰσάλλεσθε καὶ καχάζετε ἐπὶ τοῖς καταρρέουσιν ἀπὸ κελεύσματος Εὔβουλος ἐν «Ἀμαλθείᾳ» 2· Οὐεργ. Γεωργ. 2. 384 (unctos saluere per utres)· ἀσκωλιάζειν ῥᾷον ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς, ὁπόθεν φαίνεται ὅτι σημαίνει ἡ λέξ. ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς ἐφάλλομαι, ὡς νῦν παίζω τὸν «κουτσόν», Ἀριστ. περὶ Πορ. Ζ. 4, 8· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 190Α, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13, Πλούτ. 2. 621F, Πολυδ. Β΄, 194, Ἡσύχ., κτλ.· τύπος τις ἀσκωλίζω μνημονεύεται ὑπὸ Φρυν. ἐν Α. Β. 24 «ἀσκωλιάζειν καὶ ἀκσωλίζειν: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ’ ἓν σκέλος ἅλλεσθαι», πρβλ. καὶ 452, An. Bachm. 1. 366· οὕτω δὲ ἀνεγινώσκετο καὶ παρὰ Πλάτωνι ἔνθ’ ἀνωτ. ὑπὸ Στοβαίου 395, 21.
French (Bailly abrégé)
f. ἀσκωλιάσω;
sauter à cloche-pied ; se tenir sur un pied.
Étymologie: ἀ- prosth., σκωλιάζω -- DELG soit ἀσκός, car le jeu consistait à sauter ou à se tenir en équilibre sur des outres, soit croisement avec σκωλοβατίζω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀσκωλίζω Pl.Smp.190d (algunos cód.), Phryn.PS 42
1 andar a la pata coja ὥστ' ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους ἀσκωλιάζοντες Pl.Smp.190d, ἀσκωλιάζουσι ... ἐπὶ τοῖς ἀριστεροῖς Arist.IA 705b33, cf. Orib.44.27.12., Phryn.l.c., Hsch.
•apoyarse en una sola pata (αἱ γέρανοι) ἑστᾶσι μὲν ἀσκωλιάζουσαι Ael.NA 3.13.
2 saltar a la pata coja sobre un odre engrasado en las Ascolias u otras fiestas ἀσκωλίαζ' ἐνταῦθα πρὸς τὴν αἰθρίαν Ar.Pl.1129, ἀσκωλιάζοντας πίνειν Alciphr.3.15.3, cf. Luc.Lex.2, Hsch., Eust.1646.21.
• Etimología: Etim. dud. Rel. ἀσκός ‘odre’ q.u. y σκέλος ‘pierna’ por etim. pop., tb. deriv. por otros de *ἄσκωλος < *ἀν-σκωλος, cf. σκωλοβατίζω, ἀγκωλιάζω.
Greek Monolingual
ἀσκωλιάζω και ἀσκωλίζω (Α) ασκώλια
1. πηδώ πάνω σε ασκό στη γιορτή των Ασκωλίων
2. πηδώ στο ένα πόδι, συνήθως στο αριστερό.