διαβαστάζω: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[sopesar]] διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.<i>Dem</i>.25, cf. Luc.<i>Sat</i>.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5<br /><b class="num">•</b>[[alzar]], [[levantar en brazos]] <i>A.Andr.et Matt</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[llevar]], [[transportar]] ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος [[αἰτία]], τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.<i>M</i>.9.116, cf. Aq.<i>Is</i>.51.18, Sm.<i>Ex</i>.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sostener]], [[sustentar]] ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.<i>Is</i>.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.417.19<br /><b class="num">•</b>[[soportar]], [[aguantar]] τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo</i> por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan</i> Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.4.8. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[sopesar]] διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.<i>Dem</i>.25, cf. Luc.<i>Sat</i>.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5<br /><b class="num">•</b>[[alzar]], [[levantar en brazos]] <i>A.Andr.et Matt</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[llevar]], [[transportar]] ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος [[αἰτία]], τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.<i>M</i>.9.116, cf. Aq.<i>Is</i>.51.18, Sm.<i>Ex</i>.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sostener]], [[sustentar]] ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.<i>Is</i>.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.417.19<br /><b class="num">•</b>[[soportar]], [[aguantar]] τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo</i> por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan</i> Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.4.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαβαστάζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[διαβιβάζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτιμώ]] το [[βάρος]] αντικειμένου ζυγίζοντας το με το [[χέρι]]<br /><b>3.</b> [[υπομένω]] [[μέχρι]] [[τέλος]]<br /><b>4.</b> [[περιλαμβάνω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> υποβαστάζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.
Greek (Liddell-Scott)
διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
French (Bailly abrégé)
soupeser, peser ; évaluer.
Étymologie: διά, βαστάζω.
Spanish (DGE)
1 sopesar διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5
•alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
•llevar, transportar ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
•soportar, aguantar τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B
•en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.
Greek Monolingual
διαβαστάζω (AM)
1. διαβιβάζω
2. εκτιμώ το βάρος αντικειμένου ζυγίζοντας το με το χέρι
3. υπομένω μέχρι τέλος
4. περιλαμβάνω
5. παθ. υποβαστάζομαι.