ἀλθαίνω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(big3_3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> impf. iter. ἀλθαίνεσκεν Lyc.1395; fut. contr. 3<sup>a</sup> plu. ἀλθανοῦσιν Lyc.582; v. med. aor. ind. ἄλθετο <i>Il</i>.5.417, v. tb. [[ἀλθέω]]<br /><b class="num">1</b> [[aliviar]], [[curar]] τὰ τραύματα Timae.56b, βούπειναν Lyc.582, 1395, μίασμα Lyc.1122, cf. Nic.<i>Al</i>.556, en v. pas., fig. del campo arrasado que revive tras la tormenta ἣ δ' ([[ἄρουρα]]) ἀλθομένη ἀνέμοισι Q.S.9.475.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[sanar]], [[curarse]] ἄλθετο χείρ <i>Il</i>.5.417, τὸ [[ἕλκος]] Hp.<i>Morb</i>.2.33, νοῦσος Heliod.<i>SHell</i>.472.16, cf. Hp.<i>Morb</i>.2.34.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Al igual que [[ἀλδαίνω]] de la r. que se encuentra en [[ἄναλτος]] q.u. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> impf. iter. ἀλθαίνεσκεν Lyc.1395; fut. contr. 3<sup>a</sup> plu. ἀλθανοῦσιν Lyc.582; v. med. aor. ind. ἄλθετο <i>Il</i>.5.417, v. tb. [[ἀλθέω]]<br /><b class="num">1</b> [[aliviar]], [[curar]] τὰ τραύματα Timae.56b, βούπειναν Lyc.582, 1395, μίασμα Lyc.1122, cf. Nic.<i>Al</i>.556, en v. pas., fig. del campo arrasado que revive tras la tormenta ἣ δ' ([[ἄρουρα]]) ἀλθομένη ἀνέμοισι Q.S.9.475.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[sanar]], [[curarse]] ἄλθετο χείρ <i>Il</i>.5.417, τὸ [[ἕλκος]] Hp.<i>Morb</i>.2.33, νοῦσος Heliod.<i>SHell</i>.472.16, cf. Hp.<i>Morb</i>.2.34.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Al igual que [[ἀλδαίνω]] de la r. que se encuentra en [[ἄναλτος]] q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλθαίνω]] (Α)<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ.. που απαντά και ως [[ἀλθήσκω]], <i>ἀλθίσκω</i>. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος [[ἀλθαίνω]] απαντούν [[συνήθως]] σε [[μέση]] [[φωνή]] και χρόνο αόριστο (<i>ἀλθόμην</i>) ή μέλλοντα (<i>ἀλθήσομαι</i>). Ο τ. <i>ἀλθέξομαι</i> του μέλλοντα [[πρέπει]] να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετης σημασίας [[ρήμα]] <i>πυρέξομαι</i>. μέλλ. του [[πυρέσσω]] «έχω πυρετό, [[νοσώ]]». Ετυμολογικά το ρ. [[ἀλθαίνω]] προέρχεται από επαυξημένη με -<i>θ</i>- [[ρίζα]] -<i>αλ</i>-. η οποία απαντά [[επίσης]] στο επίθ. <i>ἄν</i>-<i>αλ</i>-<i>τος</i> «[[άπληστος]], [[ακόρεστος]]», [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] <i>ἀλ</i>-<i>δ</i>-[[αίνω]] «[[ενισχύω]], [[τρέφω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἄλθα</i>, [[ἀλθαία]], <i>ἀλθεστήριον</i>, [[ἀλθήεις]], [[ἄλθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A heal, Lyc.582, Timae.15: fut. ἀλθήσω Nic.Th.587: aor. ἤλθησα ib.496, Al.112: aor. 2 inf. ἀλθεῖν· ὑγιάζειν Hp. ap. Gal.19.76: —Pass., become whole and sound, pres., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται Hp. Morb.2.33: Ep. impf. or aor. ἄλθετο χείρ Il.5.417; ἀλθομένη Q.S.9.475 (nisi leg. ἀλδομένη): fut. ἀλθήσομαι (ἀπ-) Il.8.405: aor. ἀλθεσθῆναι (συν-) Hp.Art.14:—later aor. Med. ἠλθησάμην Poet.de herb. 44.
German (Pape)
[Seite 95] = ἄλθω, heilen, Hippocr.; ἀλθανῶ, Lyc. 582 u. öfter; Nic. Al. 568.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλθαίνω: θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, αὐτόθι 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο χείρ, Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, ἔνθα ἴσως κάλλιον ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: μέσος δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ ἄχθομαι): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. ἄλθεξις. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh (θάλλω, ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)).
French (Bailly abrégé)
f. ἀλθανῶ ou ἀλθήσω, ao. ἤλθησα;
guérir, acc.;
Moy. ἀλθαίνομαι guérir intr.
Étymologie: R. Ἀλθ, faire croître, cf. ἀλδήσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: impf. iter. ἀλθαίνεσκεν Lyc.1395; fut. contr. 3a plu. ἀλθανοῦσιν Lyc.582; v. med. aor. ind. ἄλθετο Il.5.417, v. tb. ἀλθέω
1 aliviar, curar τὰ τραύματα Timae.56b, βούπειναν Lyc.582, 1395, μίασμα Lyc.1122, cf. Nic.Al.556, en v. pas., fig. del campo arrasado que revive tras la tormenta ἣ δ' (ἄρουρα) ἀλθομένη ἀνέμοισι Q.S.9.475.
2 en v. med. sanar, curarse ἄλθετο χείρ Il.5.417, τὸ ἕλκος Hp.Morb.2.33, νοῦσος Heliod.SHell.472.16, cf. Hp.Morb.2.34.
• Etimología: Al igual que ἀλδαίνω de la r. que se encuentra en ἄναλτος q.u.
Greek Monolingual
ἀλθαίνω (Α)
θεραπεύω, γιατρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι του μέλλοντα πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετης σημασίας ρήμα πυρέξομαι. μέλλ. του πυρέσσω «έχω πυρετό, νοσώ». Ετυμολογικά το ρ. ἀλθαίνω προέρχεται από επαυξημένη με -θ- ρίζα -αλ-. η οποία απαντά επίσης στο επίθ. ἄν-αλ-τος «άπληστος, ακόρεστος», καθώς και στο ρήμα ἀλ-δ-αίνω «ενισχύω, τρέφω».
ΠΑΡ. αρχ. ἄλθα, ἀλθαία, ἀλθεστήριον, ἀλθήεις, ἄλθος.