ἀνάποινος: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. -πυνος Hsch.α 4535<br /><b class="num">1</b> (entendido a veces como adv.), [[sin rescate]] κούρη <i>Il</i>.1.99, ἀ. ·[[ἀλύτρωτος]] Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.<br /><b class="num">2</b> ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c. | |dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. -πυνος Hsch.α 4535<br /><b class="num">1</b> (entendido a veces como adv.), [[sin rescate]] κούρη <i>Il</i>.1.99, ἀ. ·[[ἀλύτρωτος]] Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.<br /><b class="num">2</b> ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνάποινος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται [[χωρίς]] [[λύτρα]] ή [[χωρίς]] δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία [[φορά]], Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄποινα]] «δώρα, [[λίτρα]]» <span style="color: red;"><</span> [[ποινή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without ransom, only once in neut. (as Adv., acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.
German (Pape)
[Seite 203] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάποινος: -ον, ἄνευ ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἅπαξ κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. ἀπριάτην ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. νήποινος.
English (Autenrieth)
(ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. -πυνος Hsch.α 4535
1 (entendido a veces como adv.), sin rescate κούρη Il.1.99, ἀ. ·ἀλύτρωτος Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.
2 ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c.
Greek Monolingual
ἀνάποινος, -ον (Α)
αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή.