ἀνάγκασμα: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[obligación]] I.<i>AI</i> 19.209.
|dgtxt=-ματος, τό [[obligación]] I.<i>AI</i> 19.209.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνάγκασμα]]) [[ἀναγκάζω]]<br /><b>1.</b> βία, [[εξαναγκασμός]]<br /><b>2.</b> [[παρότρυνση]], [[προτροπή]]<br /><b>3.</b> υποχρεωτική και [[χωρίς]] [[αμοιβή]] προσωπική [[εργασία]], [[αγγαρεία]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγκασμα Medium diacritics: ἀνάγκασμα Low diacritics: ανάγκασμα Capitals: ΑΝΑΓΚΑΣΜΑ
Transliteration A: anánkasma Transliteration B: anankasma Transliteration C: anagkasma Beta Code: a)na/gkasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A compulsion, J.AJ19.2.5.

German (Pape)

[Seite 183] τό, Zwangsmittel, Zwang, Ioseph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγκασμα: -ατος, τό, ἐπιβολὴ βίας, καταναγκασμός, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 19. 2, 5.

Spanish (DGE)

-ματος, τό obligación I.AI 19.209.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάγκασμα) ἀναγκάζω
1. βία, εξαναγκασμός
2. παρότρυνση, προτροπή
3. υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή προσωπική εργασία, αγγαρεία.