ἀσέλγεια: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(big3_7) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[insolencia]], [[desenfreno]] ἀ. πολλὴ ... περὶ αὐτῆς Is.3.13, la música ἔρχεται ἐπὶ τοὺς νόμους ... σὺν πολλῇ ... ἀσελγείᾳ Pl.<i>R</i>.424e, οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9, op. a ὕβρις D.21.1, op. a πλεονεξία D.10.2, ἡ τῶν δημαγωγῶν ἀ. Arist.<i>Pol</i>.1304<sup>b</sup>21, en plu. Phld.<i>Lib</i>.42.<br /><b class="num">2</b> [[vida licenciosa]], [[depravación]] ἀ. καὶ περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, γάμων [[ἀταξία]], μοιχεία καὶ ἀ. LXX <i>Sap</i>.14.26, cf. <i>Eu.Marc</i>.7.22, los gentiles ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ <i>Ep.Eph</i>.4.19, ἐν ἀσελγείᾳ τραφείς D.C.45.26.3, ἀσελγείας [[διδάσκαλος]] ἦν Philostr.<i>VA</i> 4.44, de una mujer desnuda ὑπερβολὴ ἀσελγείας colmo de impudicia</i> I.<i>BI</i> 1.439. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[insolencia]], [[desenfreno]] ἀ. πολλὴ ... περὶ αὐτῆς Is.3.13, la música ἔρχεται ἐπὶ τοὺς νόμους ... σὺν πολλῇ ... ἀσελγείᾳ Pl.<i>R</i>.424e, οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9, op. a ὕβρις D.21.1, op. a πλεονεξία D.10.2, ἡ τῶν δημαγωγῶν ἀ. Arist.<i>Pol</i>.1304<sup>b</sup>21, en plu. Phld.<i>Lib</i>.42.<br /><b class="num">2</b> [[vida licenciosa]], [[depravación]] ἀ. καὶ περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, γάμων [[ἀταξία]], μοιχεία καὶ ἀ. LXX <i>Sap</i>.14.26, cf. <i>Eu.Marc</i>.7.22, los gentiles ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ <i>Ep.Eph</i>.4.19, ἐν ἀσελγείᾳ τραφείς D.C.45.26.3, ἀσελγείας [[διδάσκαλος]] ἦν Philostr.<i>VA</i> 4.44, de una mujer desnuda ὑπερβολὴ ἀσελγείας colmo de impudicia</i> I.<i>BI</i> 1.439. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a [[compound]] of Α (as a [[negative]] [[particle]]) and a presumed selges (of [[uncertain]] [[derivation]], [[but]] [[apparently]] [[meaning]] [[continent]]); [[licentiousness]] ([[sometimes]] including [[other]] vices): [[filthy]], [[lasciviousness]], [[wantonness]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A licentiousness, wanton violence, Pl.R.424e, Is.3.13, etc., οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9: joined with ὕβρις, Id.21.1; insolence, opp. κολακεία, Phld.Lib.p.42 O.; τῶν δημαγωγῶν Arist.Pol.1304b22: Astrol., epith. of certain ζῴδια, Vett. Val.335.34. II licentiousness, περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, etc.
German (Pape)
[Seite 369] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines ἀσελγής, Plat. Rep. IV, 424 e (B. A. 451 ἡ μετ' ἐπηρεασμοῦ καὶ θρασύτητος βία); καὶ ὕβρις Dem. Mid. 1; περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Pol. 37, 2; öfter εἴς τινα, Muthwillen, z. B. 1, 6, 5. Von Weibern. Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέλγεια: ἡ, ἀκολασία, ἡ μετὰ θρασύτητος βία, Πλάτ. Πολ. 424Ε, Ἰσαῖος 39. 23, κτλ.· οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Δημ. 42. 25: μετὰ τοῦ ὕβρις· τὴν μὲν ἀσέλγειαν, ὦ ἄνδρες δικασταί, καὶ τὴν ὕβριν, ὁ αὐτ. 514. 12· τῶν δημαγωγῶν Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1. ΙΙ. λαγνεία, ἀκολασία, αἰσχρότης, ἀσ. περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Πολύβ. 37. 2, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impudence, insolence, grossièreté.
Étymologie: ἀσελγής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 insolencia, desenfreno ἀ. πολλὴ ... περὶ αὐτῆς Is.3.13, la música ἔρχεται ἐπὶ τοὺς νόμους ... σὺν πολλῇ ... ἀσελγείᾳ Pl.R.424e, οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9, op. a ὕβρις D.21.1, op. a πλεονεξία D.10.2, ἡ τῶν δημαγωγῶν ἀ. Arist.Pol.1304b21, en plu. Phld.Lib.42.
2 vida licenciosa, depravación ἀ. καὶ περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀ. LXX Sap.14.26, cf. Eu.Marc.7.22, los gentiles ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ Ep.Eph.4.19, ἐν ἀσελγείᾳ τραφείς D.C.45.26.3, ἀσελγείας διδάσκαλος ἦν Philostr.VA 4.44, de una mujer desnuda ὑπερβολὴ ἀσελγείας colmo de impudicia I.BI 1.439.
English (Strong)
from a compound of Α (as a negative particle) and a presumed selges (of uncertain derivation, but apparently meaning continent); licentiousness (sometimes including other vices): filthy, lasciviousness, wantonness.